Η πρόταση του ΤΑΙΠΕΔ για μεταβλητά διόδια στη νέα σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού δεν έχει υιοθετηθεί από την κυβέρνηση, καθώς προβλέπει αύξηση της τιμής τις ώρες αιχμής ώστε να περιοριστεί ο κυκλοφοριακός φόρτος του δρόμου.
Ενόψει εκλογών, το υπουργείο Υποδομών ούτε θέλει να ακούσει για αυξήσεις διοδίων, έστω και αν αυτές αφορούν τον νέο παραχωρησιούχο που θα αναλάβει τον δρόμο από τα τέλη του 2024.
Το σκεπτικό της πρότασης του ΤΑΙΠΕΔ, που κινείται τεχνοκρατικά και δεν είναι υποχρεωμένο να προσαρμόζεται στα «θέλω» της κάθε κυβέρνησης, στηρίζεται στη διεθνή εμπειρία και τις πρακτικές που ακολουθούνται σε αυτοκινητόδρομους σε ΗΠΑ, Καναδά, Γαλλία, Αυστραλία κ.α.
Το μοντέλο αυτό προβλέπει αυξημένο διόδιο στα 3,5 ευρώ στις ώρες αιχμής (3 ώρες το πρωί και 3 ώρες το απόγευμα) και προκαθορισμένο μέσο τέλος διοδίων, που θα υπολογίζεται ως ο μέσος όρος κάθε ώρας του έτους, εξαιρουμένων των νυχτερινών ωρών, όπου τυχόν πολύ χαμηλά τέλη διοδίων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πλασματικό χαμηλό μέσο διόδιο.
Τις ώρες μη αιχμής, το τέλος διοδίου θα μπορούσε να υποχωρήσει έως και στα 2 ευρώ και τις βραδινές ώρες στο 1 ευρώ. Με το 1 ευρώ για τις βραδινές ώρες, οι χρήστες θα μπορούν να μετατοπίζονται από το παράπλευρο ή δευτερεύον οδικό δίκτυο στην Αττική Οδό, εκμεταλλευόμενοι τη χαμηλή τιμή.
Αυτό που επικοινωνεί το ΤΑΙΠΕΔ και οι σύμβουλοί του είναι ότι το μέσο κόστος διοδίου με τα μεταβλητά διόδια θα είναι χαμηλότερο από τα 2,8 ευρώ που είναι σήμερα η οριζόντια χρέωση για όλες τις ώρες της ημέρας. Από την άλλη πλευρά, τα 3,5 ευρώ για τις πρωινές διαδρομές από τις 7 μέχρι τις 10 όπου όλοι οι εργαζόμενοι πάνε στις δουλειές τους, τρομάζει αφού θα επιβαρύνει τους οικονομικά ασθενέστερους οδηγούς. Γενικότερα, ο οδηγός που χρησιμοποιεί το δρόμο τις ώρες αιχμής θα βγει χαμένος, ενώ ένας άλλος που χρησιμοποιεί το δρόμο τις υπόλοιπες ώρες θα είναι κερδισμένος.
Η Αττική Οδός βρίσκεται στα όριά της
Το ΤΑΙΠΕΔ έχει εντοπίσει το πρόβλημα της Αττικής Οδού, το οποίο έγκειται στο γεγονός ότι οι χρήστες δεν λαμβάνουν τα οφέλη που αναλογούν στα τέλη διοδίων που πληρώνουν, λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης, ιδίως τις ώρες αιχμής, που προκαλεί και σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση.
Με την προβλεπόμενη δε αύξηση της κυκλοφορίας, αναμένεται το πρόβλημα να επιδεινωθεί. Παράλληλα, η χωρητικότητα της Αττικής Οδού δεν προβλέπεται να αυξηθεί, εκτός από την επέκταση της λεωφόρου Κύμης που θα δώσει μια ανάσα στην έξοδο της Αττικής Οδού προς Λαμία.
Η πρόταση για μεταβλητά διόδια, σύμφωνα με τους συμβούλους του ΤΑΙΠΕΔ αποτελεί, με τα σημερινά δεδομένα, τη βέλτιστη λύση για την αντιμετώπιση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, καθώς ενθαρρύνει την ανακατανομή της κίνησης μέσα στις διαφορετικές περιόδους της ημέρας, μεγιστοποιώντας έτσι τη χωρητικότητα του αυτοκινητοδρόμου, και κατ’ επέκταση τα οφέλη για τους χρήστες (μειωμένοι χρόνοι διαδρομής) αλλά και για το περιβάλλον (μειωμένη εκπομπή ρύπων λόγω της καλύτερης κυκλοφοριακής ροής).
Ποιες θα είναι οι εναλλακτικές λύσεις
Οι χρήστες που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να πληρώσουν το υψηλότερο διόδιο για τις ώρες αιχμής θα αναζητούν εναλλακτικές λύσεις, όπως δημόσιες συγκοινωνίες, συνεπιβατισμός (carpooling), ή διαφορετικά χρονικά πλαίσια για τη μετακίνησή τους (διαδρομή νωρίτερα ή αργότερα).
Οι υποψήφιοι επενδυτές κάνουν και αυτοί τους υπολογισμούς τους με προβολές στο μέλλον για να διαπιστώσουν αν το νέο μοντέλο τους συμφέρει ή θα προτιμήσουν την οριζόντια χρέωση όταν έρθει η ώρα να υπογραφεί η σύμβαση.
Η κυβέρνηση, με τη σειρά της, δεν βιάζεται. Έτσι και αλλιώς, μετά τις εκλογές θα ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις για τα κόστη των διοδίων στη νέα σύμβαση. Αρχές του 2023 θα υποβληθούν και οι οικονομικές προσφορές από τα οκτώ σχήματα που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον. Προς το παρόν, στο υπουργείο Υποδομών δεν έχουν πεισθεί αν τα μεταβλητά διόδια θα λειτουργήσουν καλύτερα από το υφιστάμενο καθεστώς.
Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι -αν προκριθεί το μοντέλο των μεταβλητών διοδίων- η χρέωση στις ώρες αιχμής να είναι κοινωνικά αποδεκτή.
Σημειώνεται ότι η νέα σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού θα έχει έναρξη στα τέλη του 2024 που λήγει η υφιστάμενη σύμβαση παραχώρησης και λήξη το 2049.