Χωρίς εκπλήξεις ήταν οι αποψινές ανακοινώσεις των οίκων αξιολόγησης Moody's και DBRS για το αξιόχρεο της Ελλάδας, καθώς και οι δύο διατήρησαν τις βαθμολογίες τους σταθερές, σε Ba3 και BB (high), αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές των βαθμολογιών, Moody's και DBRS τις διατήρησαν σταθερές, κάτι που σημαίνει ότι δεν επίκειται άμεσα κάποια αναβάθμιση.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, τα σχόλια των δύο οίκων για την ελληνική οικονομία είναι θετικά, παρά το γεγονός ότι η διεθνής συγκυρία αναγνωρίζεται πως ασκεί πιέσεις στην οικονομία και δημιουργεί προκλήσεις και κινδύνους.
Ειδικότερα, η Moody's σημειώνει ότι η απόφαση να επιβεβαιωθεί η αξιολόγηση Ba3 της Ελλάδας με σταθερές προοπτικές εξισορροπεί τη βελτίωση των θεμελιωδών πιστωτικών μεγεθών της Ελλάδας τα τελευταία δύο χρόνια, έναντι επίμονων προκλήσεων εν μέσω ενός ολοένα και πιο δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη.
Οι ελληνικές αρχές, σημειώνει ο οίκος, έχουν σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) των τραπεζών, γεγονός που τις απελευθερώνει να χορηγούν δάνεια και να στηρίζουν την οικονομία. Επιπλέον, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε γρήγορα από το οικονομικό σοκ που σχετίζεται με την πανδημία και οι προοπτικές είναι καλές για την αύξηση των επενδύσεων υπό το πρίσμα των μεγάλων κεφαλαίων της ΕΕ και των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), που στηρίζουν την οικονομική ισχύ της Ελλάδας.
Πάντως, όπως επισημαίνει, υπάρχει υψηλός κίνδυνος βαθιάς ύφεσης στη ζώνη του ευρώ, επίμονου πληθωρισμού, πιο παρατεταμένης διαταραχής του ενεργειακού εφοδιασμού, περιορισμού της παγκόσμιας ρευστότητας και απόσυρσης της στήριξης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων σε τομείς όπως η δικαιοσύνη, η εκπαίδευση, το επιχειρηματικό περιβάλλον και οι αγορές εργασίας μετά τις επερχόμενες εκλογές, θα επιβάρυνε την οικονομία και θα επηρέαζε την εκτίμηση της Moody's για τη θεσμική και κυβερνητική ισχύ της Ελλάδας.
Επιπλέον, αν και η Moody's αναμένει ισχυρή ανάπτυξη και μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος, καθώς και ότι το βάρος του δημόσιου χρέους θα μειωθεί κάτω από το 180% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2022, η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να έχει ένα από τα υψηλότερα βάρη χρέους παγκοσμίως μέχρι εκείνο το σημείο και η βιωσιμότητα του χρέους της εξαρτάται από τη στήριξη των επίσημων πιστωτών. Ως αποτέλεσμα, τυχόν μελλοντικές βελτιώσεις και πλήρης επιστροφή στη χρηματοδότηση από τις αγορές εξαρτώνται από τη διατήρηση από την κυβέρνηση ενός συνετού δημοσιονομικού προσανατολισμού για τα επόμενα χρόνια.
Για το 2023, η Moody's προβλέπει απότομη επιβράδυνση της ανάπτυξης στο 1,8%, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός θα αποδυναμώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις. Η Moody's προβλέπει μέσο ρυθμό πληθωρισμού (βάσει του ΕνΔΤΚ) κοντά στο 9% φέτος και περίπου στο 4% το 2023.
Η συνέχιση των οικονομικών πολιτικών υπέρ της ανάπτυξης, υπέρ των μεταρρυθμίσεων και της δέσμευσης για δημοσιονομική εξυγίανση, ανεξάρτητα από μια πιθανή κυβέρνηση συνασπισμού μετά τις επόμενες γενικές εκλογές, οδηγώντας σε μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς δείκτες που ξεπερνούν τις βασικές προσδοκίες της Moody's, θα υποστήριζε μια θετική προοπτική. Περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα θα ήταν επίσης πιστωτικά θετικές.
Αντίθετα, μια παρατεταμένη περίοδος αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας που θα οδηγούσε σε αντιστροφή της πορείας πολιτικής που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, επιβαρύνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και τις ΑΞΕ θα ήταν πιστωτικά αρνητική. Ομοίως, μια βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση στη ζώνη του ευρώ με εντονότερο αντίκτυπο στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει αρνητικά τις προοπτικές. Μια διαρκής, ουσιώδης επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης σε συνδυασμό με την απότομη επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα θα πυροδοτούσε αρνητική δράση αξιολόγησης.
DBRS: Δεσμευμένη η Ελλάδα στη βιωσιμότητα του χρέους
Στη δική της αξιολόγηση για την οικονομία, η DBRS, που είναι και ο μοναδικός οίκος ο οποίος δίνει στην Ελλάδα αξιολόγηση ένα κλιμάκιο κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, υπογραμμίζει ότι οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την εκτίμηση ότι η Ελλάδα παραμένει δεσμευμένη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και της δημοσιονομικής σταθερότητας, παρά τις μεγάλες παγκόσμιες επιπτώσεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, που αναμένεται να ξεπεράσει τα μεγέθη του 2019 στηρίζουν την οικονομία εφέτος, ωστόσο η γεωπολιτική αβεβαιότητα έχει εκτιναχθεί. Τα βασικά ρίσκα για τις προοπτικές της χώρας συνδέονται με τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις, τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και την πιθανή διακοπή των ροών ρωσικού αερίου.
Παρά τη μειούμενη εξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα είναι σχετικά εξαρτημένη από τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία. Ωστόσο, οι προσπάθειες διαφοροποίησης έχουν ενταθεί με την επέκταση υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων υποδομών LNG, και τη δημιουργία ενός νέου αγωγού αερίου.
Οι αυξήσεις επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα αυξάνουν τις πιέσεις για τα κόστη δανεισμού της Ελλάδας, με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων να ενισχύονται πάνω από το 4% μετά την καταγραφή ιστορικών χαμηλών.
Κατά την άποψη της DBRS, το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και η στήριξη της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα σε περίπτωση αναταραχών στις αγορές βοηθούν στην εξισορρόπηση του ρίσκου.
Ο οίκος υπογραμμίζει ότι η ελληνική αξιολόγηση υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που έχουν βελτιώσει την αξιολόγηση της οικονομίας. Επιπλέον, η χώρα αναμένεται να λάβει κεφάλαια περίπου 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια. Το εθνικό σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που εάν υλοποιηθούν, μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, περιορίζοντας το επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.
Από την άλλη, η αξιολόγηση περιορίζεται από δυο απότοκα της παρατεταμένης κρίσης, το μεγάλο ύψος του χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες. Επιπλέον, οι περιορισμένες επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας, με το επενδυτικό κενό να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες έχουν υποχωρήσει στα χρόνια της κρίσης από το 21% του ΑΕΠ το 2009 στο 12,8% το 2021, τα χαμηλότερα επίπεδα στην ευρωζώνη, απέχοντας πολύ από το μέσο όρο του 22,2%.
Η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί πρώτον, σε περίπτωση συνεχιζόμενης υλοποίησης μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές και δεύτερο, με συνεχιζόμενη δέσμευση στη δημοσιονομική σύγκλιση, με διατήρηση του ποσοστού του χρέους σε πτωτική τροχιά. Καταλύτες για πιθανή υποβάθμιση της ελληνικής βαθμολογίας θα ήταν οι επίμονα αδύναμες οικονομικές επιδόσεις, τυχόν αντιστροφή ή πάγωμα δομικών μεταρρυθμίσεων και ενδεχόμενη νέα αστάθεια στον τραπεζικό τομέα.