Συνέβη και στα χρόνια της (ελληνικής) «μεγάλης ύφεσης». Τα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας», τα PL στην αργκό του λιανεμπορίου, κερδίζουν μήνα με τον μήνα μερίδιο αγοράς περιορίζοντας τα μερίδια που κατέχουν τα «επώνυμα» προϊόντα. Πηγές της αγοράς εκτιμούν πως τα προϊόντα «ιδιωτικής επικέτας» το 2022 θα έχουν τζίρο που θα πλησιάσει τα 1,5 δισ. ευρώ!
Και τούτο χωρίς να συνυπολογιστεί ο τζίρος που πραγματοποιείται στα ράφια και στα ψυγεία του Lidl, που εκτιμάται πως είναι τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ.
Δεδομένου μάλιστα ότι στην πλειονότητα τους τα φθηνά προϊόντα που παράγονται για λογαριασμό των αλυσίδων σούπερ μάρκετ προέρχονται από τις ίδιες εταιρείες που παράγουν και τα επώνυμα, τα έσοδα από τις πωλήσεις τους πηγαίνουν στα ίδια ταμεία. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι εκτιμήσεις είναι πως η άνοδος των πωλήσεων είναι συγκυριακή, οφείλεται στην κακοδαιμονία των καταναλωτικών προϋπολογισμών κι όπως συνέβη και στο πρόσφατο παρελθόν η κανονικότητα θα επανέλθει όταν τελειώσει η δύσκολη περίοδος.
Κανείς όμως δεν γνωρίζει πότε αυτό θα συμβεί και τι συνέπειες θα αφήσει πίσω της. Παράλληλα υπάρχει και μία ακόμη ενδιαφέρουσα διάσταση η οποία έχει την σημασία της. Όπως λένε οι ίδιες πηγές υπάρχουν περιπτώσεις «επωνύμων» προϊόντων που συγκριτικά με τα αντίστοιχα «ιδιωτικής ετικέτας», οι αλυσίδες κερδίζουν περισσότερα, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να περιορίσουν την τροφοδοσία των ραφιών με τα δικά τους προϊόντα για υπάρχει κίνδυνος να διώξουν τον καταναλωτή.
Μία εύλογη αντίδραση που παρατηρήθηκε στα χρόνια της ύφεσης ήταν η προσπάθεια αναχαίτισης της ανόδου των προϊόντων της «ιδιωτικής ετικέτας» με την αύξηση των προσφορών. Ήταν τόσες πολλές οι προσφορές εκείνη την περίοδο που οι αλυσίδες των σούπερ μάρκετ αδυνατούσαν να τις διαχειριστούν. Αυτά όμως συνέβησαν στο παρελθόν.
Εξάλλου, σε πρόσφατη έρευνα που αφορά στις αντιλήψεις και τις προσδοκίες των Ελλήνων καταναλωτών της ΕΥ - Future Consumer Index Ελλάδα 2022- διαπιστώθηκε πως η τιμή αναδεικνύεται, με διαφορά, ως το σημαντικότερο αγοραστικό κριτήριο, τόσο σήμερα (78%), όσο και για την επόμενη τριετία (78%), ενώ το 56% (από 41% που ήταν πριν από έναν χρόνο) έχουν αλλάξει τις μάρκες που αγοράζουν, είτε για να μειώσουν τα έξοδά τους, ή για να στραφούν σε προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας», ή για να υποστηρίξουν τοπικά καταστήματα. Και το 72% των καταναλωτών πιστεύουν ότι οι μάρκες πρέπει να συμπεριφέρονται με ηθικό τρόπο και σύμφωνα με τις προσδοκίες της κοινωνίας.
Όπως εξηγούν πηγές της αγοράς μιλώντας προς το BD οι προσφορές σήμερα είναι μάλλον περιορισμένες για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι η υπερβάλλουσα αύξηση των κοστολογικών επιβαρύνσεων των προμηθευτικών επιχειρήσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν μετακυλιθεί καθ΄ ολοκληρίαν στις λιανικές τιμές – μέρος τους έχει απορροφηθεί από τις ίδιες τις εταιρείες – δεν αφήνει περιθώρια για μία απλόχερη παροχή προσφορών όπως στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων. Με έναν ορισμένο τρόπο μπορεί κανείς να πει πως η απορρόφηση μέρους της κοστολογικής επιβάρυνσης είναι μία άτυπη προσφορά – μόνο που ο καταναλωτής δεν το γνωρίζει και σε τελική ανάλυση δεν τον ενδιαφέρει.
Δεύτερον, υπάρχει μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη που αφορά τις θυγατρικές των πολυεθνικών ομίλων. Οι ίδιες πηγές αναφέρουν πως η ελληνική αγορά έχει υποβαθμιστεί – έχει δηλαδή περιορισμένη σημασία απ΄ ότι στο παρελθόν - στο πλαίσιο των πολυεθνικών και τούτο φαίνεται από το γεγονός ότι αρκετές θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων διοικούνται όχι από CEO αλλά από country manager, που δεν έχει δυνατότητα να λαμβάνει ισχυρές αποφάσεις, αλλά απλώς να διαχειρίζεται την υπάρχουσα κατάσταση.
Κι όπως εξηγούν τούτο πρακτικά σημαίνει ότι αυτό που ενδιαφέρει τον μητρικό σχηματισμό είναι η κερδοφορία που αποσπούν από την συγκεκριμένη αγορά κι όχι τα μερίδια που διαθέτουν. Ως εκ τούτου δεν έχουν κανένα λόγο να «υπερασπιστούν» τα μερίδια που είχαν αποσπάσει από τον ανταγωνισμό μέχρι τα τέλη του 2021 έστω κι αν αυτά συρρικνώνονται, αφού οι αποδόσεις των κερδών που εμφανίζουν κρίνονται ικανοποιητικές από τα αντίστοιχα desk των μητρικών ομίλων στα οποία ανήκουν.
Ετσι λοιπόν τα προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» για όσο διάστημα, και δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σύντομο, πλήττει η κακοδαιμονία το διαθέσιμο καταναλωτικό εισόδημα, θα συνεχίσουν να κερδίζουν μερίδια αγοράς – εφέτος κατέχουν το 16% της αγοράς από 14,8% πέρυσι – σε βάρος των «επωνύμων». Και βέβαια αυτή η εξέλιξη παρατηρείται πριν από τον – όπως όλοι προεξοφλούν – δύσκολο χειμώνα.