Στην επιλογή εισηγητή προχώρησε η Επιτροπή Ανταγωνισμού μετά τους αιφνιδιαστικούς ελέγχους του περασμένου καλοκαιριού στην αγορά τηλεπικοινωνιακών συσκευών και εξοπλισμού καθώς έχουν εντοπιστεί ενδείξεις παραβάσεων που αφορούν κάθετες συμπράξεις εταιρειών κατά παράβαση της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό.
Ειδικότερα η Επιτροπή Ανταγωνισμού ανακοίνωσε:
Την Παρασκευή 6 Μαΐου 2022, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 ν. 3959/2011, όπως ισχύει, στην ανάθεση σε αρμόδιο Εισηγητή της αυτεπάγγελτης έρευνας στις αγορές χονδρικής και λιανικής διαδικτυακής πώλησης συσκευών τηλεπικοινωνίας και τηλεδιασκέψεων και συναφούς εξοπλισμού, ανταλλακτικών και λογισμικού, για ενδεχόμενη διάπραξη παραβάσεων των άρθρων 1 ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ μέσω κάθετων αντί-ανταγωνιστικών συμπράξεων μεταξύ κατασκευαστή και μεταπωλητών του.
Υπενθυμίζεται ότι για το σκοπό της αυτεπάγγελτης έρευνας, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔΑ) διεξήγαγε την 11.6.2021 αιφνιδιαστικό επιτόπιο έλεγχο σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις αγορές χονδρικής και λιανικής διαδικτυακής πώλησης συσκευών τηλεπικοινωνίας και τηλεδιασκέψεων και συναφούς εξοπλισμού, ανταλλακτικών και λογισμικού, αναφορικά με τυχόν αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές στο πλαίσιο κάθετων συμφωνιών.
Νομικό πλαίσιο
Η ΕΑ, θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού βάσει του ν. 3959/2011 και των άρθρων 101/102 ΣΛΕΕ. Τα άρθρα 1 του ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ απαγορεύουν συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων (συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές) που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Τα άρθρα 2 του ν. 3959/2011 και 102 ΣΛΕΕ απαγορεύουν την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.
Επόμενα βήματα
Η ανάθεση σε Εισηγητή συνεπάγεται την εκκίνηση των προθεσμιών των παρ. 4 και 5 του άρθρου 15 ν. 3959/2011, όπως ισχύει, και δεν προδικάζει το περιεχόμενο της εισήγησης ή/και της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η νόμιμη προθεσμία (πέντε και δυο μήνες) είναι ενδεικτική και ο χρόνος εξέτασης κάθε υπόθεσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την πολυπλοκότητά της, τον όγκο του διοικητικού φακέλου, καθώς και τον αριθμό και το βαθμό συνεργασίας των ελεγχόμενων επιχειρήσεων.