Συνεχίζεται αμείωτο το επενδυτικό ενδιαφέρον για νέα έργα ΑΠΕ που καταλήγει σε «τσουνάμι» αιτήσεων συνδέσεων για τους Διαχειριστές. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις στο πρώτο τρίμηνο του έτους οι συνολικές αιτήσεις οριστικής σύνδεσης στο δίκτυο έργων ΑΠΕ έχουν ήδη ξεπεράσει συνολικά τις αιτήσεις του 2021. Ελλείψει δικλείδων ασφαλείας και προγραμματισμού ήδη ξεπερνούν κατά πολύ τον διαθέσιμο χώρο του δικτύου, ενώ πολλές είναι οι «σοβαρές» επενδύσεις που κινδυνεύουν να μείνουν «εκτός παιχνιδιού» όσο υπάρχουν «παραθυράκια» προς εκμετάλλευση στο σύστημα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΑΔΜΗΕ συνολικά μέσα στο περασμένο έτος είχαν κατατεθεί αιτήματα οριστικής σύνδεσης έργων στο δίκτυο συνολικής ισχύος 11,5 GW. Ωστόσο, ήδη στα μέσα Απριλίου οι τα αιτήματα που είχαν κατατεθεί από την αρχή του έτους έφθαναν τα 12 GW.
Ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ, κ. Ιωάννης Μάργαρης στα τέλη Μαρτίου έδινε πολύ γλαφυρά την εικόνα της «ασφυξίας» στο δίκτυο από το τεράστιο ενδιαφέρον που εκδηλώνουν οι υποψήφιοι επενδυτές. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις σε 15 μήνες υπήρξε έκρηξη νέων αιτημάτων σύνδεσης ΑΠΕ που έφθασαν τα 19,3 GW, αριθμός σχεδόν ίσος με τον ήδη κατειλημμένο χώρο (19,6 GW).
Σήμερα, ο ηλεκτρικός χώρος που έχει καταληφθεί από σταθμούς ΑΠΕ ανέρχεται μέχρι στιγμής σε 19,6 GW. Εξ αυτών, τα 8,5 GW αφορούν σε εν λειτουργία ΑΠΕ και τα υπόλοιπα 10,7 GW σε ενεργές Προσφορές Σύνδεσης. Ενδεικτικό της αυξημένες ζήτησης από την αγορά είναι το γεγονός ότι μόνο τον τελευταίο μήνα, τα νέα αιτήματα έκδοσης Οριστικών Προσφορών Σύνδεσης υπερέβησαν τα 2 GW καταγράφοντας αύξηση 10% στον ήδη κατειλημμένο χώρο.
Ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος ανέρχεται σε περίπου 17 GW, ενώ το 2030, μετά τα έργα του Διαχειριστή, θα φθάσει τα 28,6 GW για τη λειτουργία ΑΠΕ σε ολόκληρο το Σύστημα Μεταφοράς. Παρά την αύξηση αυτή, που θα φθάσει το 70% του χώρου συγκριτικά με σήμερα, το σύνολο της ισχύος των σταθμών ΑΠΕ σε λειτουργία, με Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης, τα αιτήματα έκδοσης Οριστικών Προσφορών Σύνδεσης και η δέσμευση του νέου ηλεκτρικού χώρου που δημιουργούν οι νησιωτικές διασυνδέσεις, ανέρχεται ήδη σε 40,9 GW ξεπερνώντας κατά πολύ τους φιλόδοξους στόχους του ΕΣΕΚ για 25 GW για το 2030. Παράλληλα, το σύνολο των Βεβαιώσεων Παραγωγού που έχει εκδώσει έως σήμερα η ΡΑΕ φθάνει τα 95GW με τα δύο τρίτα περίπου από αυτές να αφορούν σε φωτοβολταϊκά.
Μία πρώτη λύση οι εγγυητικές επιστολές
Εν αναμονή της υπουργικής απόφασης εδώ και μήνες, που θα δίνει προτεραιοποίηση στα έργα ΑΠΕ που πρέπει να προχωρήσουν, ένα πρώτο «ξεσκαρτάρισμα» στις αιτήσεις έργων έρχεται από τη ΡΑΕ που έχει ήδη «τρέξει» και ολοκληρώσει διαδικασίες ώστε να ακυρώσουν οι επενδυτές που δεν θα προχωρήσουν στην ολοκλήρωση του έργου Βεβαιώσεις Παραγωγού στην κατοχή τους λαμβάνοντας πίσω τα τέλη έκδοσης ενώ αντίστοιχα είχε δοθεί και διορία να επικαιροποιήσουν τα δεδομένα της επένδυσής τους αποστέλλοντας στην Αρχή τις άδειες παραγωγής και τοπογραφικά στοιχεία.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, για να γίνει ένας πρώτος διαχωρισμός ανάμεσα σε σοβαρά και μη αιτήματα ήταν η καθιέρωση υποχρέωσης για κατάθεση εγγυητικής 35.000 ευρώ ανά Μεγαβάτ για Βεβαιώσεις από αιτήματα που είχαν γίνει έως τον Ιούνιο του 2021, ενώ όσοι δεν προχωρούσαν σε ολοκλήρωση της διαδικασίας τότε θα «έμεναν και εκτός παιχνιδιού». Και σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, ο όγκος που συγκεντρώθηκε ήταν πολύ μεγάλος και την τελευταία ημέρα της διορίας που είχε δοθεί από τη ΡΑΕ υπήρξαν ουρές για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Η Αρχή τώρα είναι σε διαδικασία επεξεργασίας των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν και έως το τέλος του μήνα, σύμφωνα με πληροφορίες, θα υπάρξουν και σχετικές ανακοινώσεις.
Παράλληλα, στο νομοσχέδιο για τη β’ φάση της αδειοδότησης των ΑΠΕ που βρίσκεται σε διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης προβλέπεται πως για την υποβολή της αίτησης για χορήγηση Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης, ο κάτοχος του σταθμού υποχρεούται να υποβάλει στον αρμόδιο Διαχειριστή, εγγυητική επιστολή, με διάρκεια ισχύος κατ` ελάχιστον δυο χρόνια, η οποία υποχρεωτικά ανανεώνεται προ της λήξης της, μέχρι τη θέση του σταθμού σε δοκιμαστική λειτουργία ή, εάν δεν προβλέπεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας, μέχρι την ενεργοποίηση της σύνδεσής του.
Το ύψος της εγγυητικής επιστολής, διαμορφώνεται πλέον ως εξής:
- 42 ευρώ ανά kW, για το τμήμα της ισχύος, έως και 1 MW
- 21 ευρώ ανά kW, για το τμήμα της ισχύος έως και 10 MW,
- 14 ευρώ ανά kW, για το τμήμα της ισχύος έως εκατό 100 MW, και
- 7 ευρώ ανά kW, για το τμήμα της ισχύος πάνω από 100 MW.
Οι μόνες εξαιρέσεις που προβλέπει το νέο νομοσχέδιο στην υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής είναι οι ΟΤΑ A’ και Β’ βαθμού, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημοσίου ενδιαφέροντος σκοπούς γενικής ή τοπικής εμβέλειας και οι αστικοί συνεταιρισμοί μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που έχουν ως πρωταρχικό σκοπό να παρέχουν περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη σε επίπεδο κοινότητας για τα μέλη τους ή τις τοπικές περιοχές δραστηριοποίησής τους.
Τα «παραθυράκια» των ενεργειακών κοινοτήτων
Ένα ακόμα πρόβλημα που προστίθεται στην αυξημένη ζήτηση σύνδεσης για έργα ΑΠΕ που ξεπερνούν τις δυνατότητες του δικτύου είναι το «παράθυρο» που αφήνει η νομοθεσία που αφορά στις ενεργειακές κοινότητες σε εκείνους που θέλουν να το εκμεταλλευτούν. Οι ενεργειακές κοινότητες έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων αιτημάτων στην επεξεργασία από τον Διαχειριστή, ενώ δεν υποχρεούνται να περνούν από διαγωνιστικές διαδικασίες ή να παίρνουν περιβαλλοντική αδειοδότηση, μία διαδικασία που απαιτεί σημαντικό χρόνο.
Όπως σημειώνει, μιλώντας στο Business Daily, ο Στέλιος Ψωμάς, σύμβουλος του Συνδέσμου Εταιριών Φωτοβολταϊκών, διατηρείται ακόμα πλαίσιο προτεραιότητας χορήγησης προσφοράς Σύνδεσης στον Διαχειριστή του Συστήματος με άρθρο 136 του Ν.4819/2021 για τις ενεργειακές κοινότητες που τελικά καταλήγουν να εξαντλούν τον ενεργειακό χώρο την ώρα που επενδυτές που κατέθεσαν τα αιτήματά τους ακόμα και νωρίτερα, καταλήγουν να περιμένουν στην ουρά.
Όπως το είχε περιγράψει ο Σύνδεσμος ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο με επιστολή προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η διαφορετική μεταχείριση οδηγεί σε στρεβλώσεις στην αγορά, ευνοώντας κάποιους και αδικώντας τους υπόλοιπους. Όπως σημείωνε ο ΣΕΦ,
- «Ειδικά στην περίπτωση του Διαχειριστή Συστήματος, έχουμε ένα επιπλέον πρόβλημα το οποίο προέκυψε από τη δυνατότητα υποβολής κοινού αιτήματος για χορήγηση Προσφοράς Σύνδεσης στον ΑΔΜΗΕ από έργα μικρότερα των 500 kW (άρθρο 135 του Ν.4685/2020). Τα έργα αυτά, ως απαλλασσόμενα από έκδοση Βεβαίωσης Παραγωγού και ΑΕΠΟ, έχουν προβάδισμα έναντι ενιαίων έργων με την ίδια αθροιστικά ισχύ. Τα έργα αυτά με κοινό αίτημα προς τον ΑΔΜΗΕ ανέρχονται ήδη σε αρκετά γιγαβάτ και υπάρχει ο κίνδυνος να ακυρώσουν στην πράξη επενδύσεις που ξεκίνησαν νωρίτερα τη διαδικασία αδειοδότησης και για τις οποίες δεν θα υπάρχει πλέον διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος. Πέραν της προφανούς αδικίας, υπάρχει και ένα σημαντικό θέμα οικονομικής φύσης.
- Η επίτευξη των ίδιων ποσοτικά στόχων μπορεί να γίνει είτε με μικρότερα είτε με μεγαλύτερα έργα. Η διαφορά έγκειται στο ότι τα τελευταία μπορούν να υλοποιηθούν με σημαντικά μικρότερη επιβάρυνση για τους καταναλωτές. Χρειάζεται λοιπόν ένα ισορροπημένο μείγμα έργων που να διασφαλίζει και την επίτευξη των στόχων, και την ενεργειακή δημοκρατία, και την ελάχιστη επιβάρυνση των καταναλωτών, αλλά και την ισόνομη αντιμετώπιση των επενδυτών».
Το πρόβλημα, στην ουσία, προκύπτει από επιχειρηματικές κινήσεις που «μασκαρεύονται» ως ενεργειακές κοινότητες ώστε να επωφεληθούν από την παραπάνω ρύθμιση, ενώ, όπως λέει ο κ. Ψωμάς, η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος θα είναι ένα από τα σχόλια του Συνδέσμου στην διαβούλευση που είναι σε εξέλιξη για το νομοσχέδιο αδειοδότησης των ΑΠΕ.
Στις προτάσεις που είχε καταθέσει στο παρελθόν, ωστόσο ο ΣΕΦ ζητούσε να καθιερωθεί υποχρέωση προσκόμισης της εγγυητικής επιστολής προς τους Διαχειριστές κατά την αίτηση για Οριστική Προσφορά Σύνδεσης (για όλα τα έργα), η οποία μάλιστα θα πρέπει να έχει αναδρομικό χαρακτήρα για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, δεδομένου του μεγάλου όγκου συσσωρευμένων αιτήσεων.
Παράλληλα, σε ότι αφορά στα έργα τα οποία υποβάλλουν από κοινού αίτημα προς τον αρμόδιο Διαχειριστή, για έκδοση όρων σύνδεσης, με την κατασκευή κοινών έργων αναβάθμισης του Δικτύου ή του Συστήματος, θα πρέπει να εμπίπτουν στην υποχρέωση περιβαλλοντικής αδειοδότησης, με βάση την αθροιστική ισχύ τους, και οφείλουν να υποβάλουν κοινή Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων κοινών έργων σύνδεσης (κατασκευή νέου υποσταθμού κ.λπ.). Όπως εξηγούσε, επειδή τα έργα αυτά καταλαμβάνουν αθροιστικά ενιαίες ή γειτονικές εκτάσεις σημαντικού μεγέθους, δεν μπορούν να εξαιρούνται από περιβαλλοντική αδειοδότηση, αφού οι τυχόν επιπτώσεις τους στο περιβάλλον είναι ισοδύναμες με αυτές από τα ενιαία έργα ιδίου μεγέθους.