Γρίφος για δυνατούς λύτες αποδεικνύεται η επιλογή του σωστού πακέτου τηλεπικοινωνιών για έναν καταναλωτή που προσπαθεί να επιλέξει πάροχο με βάση το πόσο θα του κοστίσει. Σε μια αγορά όπου όπως έχει επισημανθεί είναι πρακτικά αδύνατο να γίνουν ακριβείς συγκρίσεις τιμών από τους καταναλωτές λόγω των τεράστιων αποκλίσεων μεταξύ των ονομαστικών τιμών και των πραγματικών χρεώσεων, τα χιλιάδες προγράμματα και οι δεκάδες χιλιάδες συνδυασμοί κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την επιλογή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν καταχωρήσει οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι στο Αποθετήριο του Παρατηρητηρίου Τιμών (www.pricescope.gr) στο τέλος του 2021, οι εταιρίες OTE, Cosmote, Vodafone, Wind και Nova διέθεταν εμπορικά περί τα 1.500 προϊόντα/προγράμματα στην εγχώρια αγορά.
Τα προσφερόμενα προγράμματα στην αγορά
Είναι χαρακτηριστικό πως από τα 1.500 αυτά προϊόντα/προγράμματα προκύπτουν περίπου 90.000 δυνατοί και δυναμικά παραγόμενοι συνδυασμοί βασικών και πρόσθετων προϊόντων, καθώς και προσφορών, με τα κέρδη των παρόχων από τις χρεώσεις εκτός βασικών παγίων στην περίπτωση της καρτοκινητής να απέχουν παρασάγγας από εκείνα των βασικών προγραμμάτων.
Όπως αναφέρει το Αποθετήριο του Παρατηρητηρίου Τιμών ο αριθμός των προϊόντων έχει παραμείνει σταθερός την τελευταία τριετία μετά από μια αύξηση που είχε φτάσει το 25% την αμέσως προηγούμενη τριετία 2016-2018.
Πόσα προγράμματα προσφέρει η κάθε εταιρεία
Σύμφωνα με τα στοιχεία, η Wind υπερείχε έναντι των άλλων παρόχων αναφορικά με τον συνολικό αριθμό των διατιθέμενων προϊόντων και ακολουθούν η Cosmote και η Nova.
Ποια εταιρεία έχει τις περισσότερες προσφορές
Ο καταναλωτής είναι δύσκολο να κάνει συγκρίσεις ανατρέχοντας στα βασικά πακέτα των παρόχων, καθώς ο κανόνας της αγοράς λέει ότι οι πάροχοι κυρίως στηρίζονται σε πρόσθετα προϊόντα. H Cosmote βασίστηκε κυρίως στα πρόσθετα προϊόντα της σε ποσοστό 52%, ενώ η Nova σε ποσοστό 94%, ο ΟΤΕ με 74% και Wind με 65% στηρίχθηκαν κυρίως στα βασικά προϊόντα τους. Από την πλευρά της η Vodafone είχε περίπου την ίδια αναλογία πρόσθετων και βασικών προϊόντων.
Παρά το γεγονός ότι οι συγκρίσεις και η επιλογή σωστού προγράμματος για τις ανάγκες κάθε καταναλωτή είναι πολύ δύσκολες, τα στελέχη της αγοράς βλέπουν το ποτήρι «μισογεμάτο».«Είναι κέρδος για την αγορά και τον καταναλωτή που υπάρχουν τόσα πολλά προϊόντα όπου μπορεί να επιλέξει τον καλύτερο συνδυασμό», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος του κλάδου τηλεπικοινωνιών υπογραμμίζοντας πως η ύπαρξη τόσων πολλών προϊόντων «δείχνει ότι υπάρχει έντονος ανταγωνισμός στην αγορά».
Τις ανάγκες διαμόρφωσης πολλαπλών συνδυαστικών, διαφοροποιημένων-προσαρμοσμένων λύσεων καταδεικνύει επίσης σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τιμών και το γεγονός πως στο σύνολο των εμπορικά διαθέσιμων προϊόντων της εγχώριας αγοράς, το 39% διατέθηκε ως προσφορά ή είχε τον χαρακτήρα πρόσθετου προϊόντος.
Επίσης στο σύνολο της αγοράς, το 47% των προϊόντων που προσφέρουν οι πάροχοι αφορά τις κινητές επικοινωνίες ενώ το 53% αφορά σταθερές επικοινωνίες, με το ποσοστό αυτό να έχει σημειώσει μεγάλη από το 2016 έως το 2019 εξαιτίας και των συνδυαστικών προγραμμάτων που περιλαμβάνουν συνδρομητική τηλεόραση.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι μόλις το 3% των προϊόντων φωνής στην καρτοκινητή ορίστηκε από τους παρόχους ως βασικό, με το υπόλοιπο 97% να αποτελεί πρόσθετα και προσφορές. Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τα στοιχεία του α΄εξαμήνου του 2021 για την αγορά τηλεπικοινωνιών, τα έσοδα των παρόχων στα mobile data από τους συνδρομητές καρτοκινητής (που αποτελούν τo 28% των συνολικών εσόδων mobile data) είναι μεγαλύτερα μέσω των προσφορών έναντι εκείνων των βασικών χρεώσεων (0,65 ευρώ ανά GB έναντι 0,56), με την κίνηση να είναι σχεδόν διπλάσια μέσω των προσφορών(78,59 GB έναντι 41,74 εκατ GB στα βασικά προγράμματα) με τα έσοδα να διαμορφώνονται σε 49,58 εκατ. ευρώ από τις προσφορές και τα πρόσθετα έναντι 23,1 εκατ. ευρώ των βασικών παγίων.
Αντίστοιχη και η εικόνα στις υπηρεσίες φωνής, όπου τα έσοδα των παρόχων ήταν 100,12 εκατ. ευρώ από τα πρόσθετα και τις προσφορές έναντι 68,69 εκατ. ευρώ από τα βασικά προγράμματα.
Επιπλέον, η αναλογία πρόσθετων-βασικών ήταν υψηλότερη στο συμβόλαιο κινητής σε σχέση με τη σταθερή τηλεφωνία. Αξίζει να σημειωθεί ότι συγκριτικά με το 2020, η αναλογία πρόσθετων-βασικών παρέμεινε σταθερή στην περίπτωση του συμβολαίου κινητής, ενώ παρουσίασε μείωση στην περίπτωση της σταθερής τηλεφωνίας.
Μεγάλες οι αποκλίσεις των τιμών στην Ελλάδα
Τον Φεβρουάριο η ΕΕΤΤ, μετά τις δυο μελέτες που πραγματοποίησαν οι εταιρείες Tarifica και IDATE, είχε αναφέρει πως οι συγκρίσεις της Ελλάδας με άλλες χώρες μόνο με βάση δημόσια διαθέσιμες τιμές καταλόγου και χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν ειδικές προσφορές αλλά και άλλοι, σημαντικοί παράγοντες, όπως η ποιότητα της προσφερόμενης υπηρεσίας και το κόστος ανάπτυξης δικτύου, δεν μπορούν να οδηγήσουν με ευκολία σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το κόστος των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στη χώρα.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ, Κωνσταντίνος Μασσέλος είχε μάλιστα επισημάνει πως σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει η ΕΕΤΤ, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρουσιάζεται μια διαφορά μεταξύ των τιμών που εμφανίζονται δημόσια στους καταλόγους των παρόχων και στα απολογιστικά τους έσοδα.
Στην έρευνα που είχε πραγματοποιήσει η Tarifica η Ελλάδα μπορεί να εμφανιζόταν ως μια από τις ακριβότερες χώρες στα δεδομένα κινητής, ωστόσο η ιταλική εταιρεία είχε επισημάνει πως όπως προκύπτει από τα στοιχεία αγοράς της ΕΕΤΤ και το μέσο έσοδο ανά συνδρομητή (Average Revenue Per User - ARPU) που προκύπτει, υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των διαφημιζόμενων τιμών σε σχέση με αυτές που εν τέλει προσφέρονται στους καταναλωτές
Η Tarifica είχε αναφέρει πως ο λόγος για αυτήν την ασυμφωνία μπορεί να είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού δεν πληρώνει την (πλήρη) τιμή λιανικής όπως διαφημίζεται από τους παρόχους. Πιθανά σε πολλές περιπτώσεις η επιλογή σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας βασίζεται σε προσφορές, οδηγώντας σε χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη (ARPU) το οποίο προκύπτει από χαμηλότερες πραγματικές τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές.