Μεγάλες αλλαγές στις μακροοικονομικές προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2022 προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, που φέρνει την οικονομία μπροστά σε μεγάλες διεθνείς προκλήσεις, όπως υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στη γενική συνέλευση των μετόχων. Η πρόβλεψη για τον ρυθμό ανάπτυξης μειώνεται στο 3,8% και θα μπορούσε να υποχωρήσει ακόμη και στο 2,8% στο δυσμενές σενάριο, ενώ για τον πληθωρισμό η ΤτΕ προβλέπει επιτάχυνση στο 5,2%, ή στο 7%, εάν επιβεβαιωθεί το δυσμενές σενάριο.
Ο κ. Στουρνάρας περιέγραψε με μελανά χρώματα τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, τονίζοντας ότι «αλλάζει τα δεδομένα διεθνώς. Φέρνει την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και όλο το Δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο αντιμέτωπους με τη μεγαλύτερη πρόκληση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το μέγεθος και η διάρκεια των επιπτώσεων εξαρτώνται από την εξέλιξη του πολέμου, τον αντίκτυπο των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί και τον τρόπο αντίδρασης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής».
Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, σημείωσε ότι «συνιστά μια νέα, πολύ μεγάλη, εξωγενή διαταραχή, η οποία πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και, μέσω των δευτερογενών επιδράσεων, επηρεάζει και τη συνολική ενεργό ζήτηση. Επήλθε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή, καθώς οι οικονομίες μόλις εξέρχονταν από την υγειονομική κρίση και τη σφοδρή υφεσιακή διαταραχή. Ενδυναμώνει τις ήδη έντονες πληθωριστικές πιέσεις μέσω της περαιτέρω αύξησης των τιμών της ενέργειας και ενός νέου κύματος ανατιμήσεων με μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα στα βιομηχανικά μέταλλα και τα βασικά καταναλωτικά αγαθά, κυρίως στην αλυσίδα προσφοράς τροφίμων, κλονίζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών, διαταράσσει το διεθνές εμπόριο και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε ότι «η παγκοσμιοποίηση στην ουσία οπισθοδρομεί και αποτέλεσμα είναι η επιβράδυνση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας και η άνοδος των τιμών και των επιτοκίων».
Για την Ελλάδα, πάντως, η ενεργειακή κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία. «Η Ελλάδα», τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ, «μπορεί να μετατρέψει την τρέχουσα ενεργειακή κρίση σε μια ιστορική ευκαιρία και να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αφενός βασιζόμενη στην τεχνογνωσία που διαθέτει σε έργα υποβρύχιων ηλεκτρικών διασυνδέσεων και αφετέρου επιταχύνοντας τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μπορεί να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια, να επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση και να αποτελέσει παράγοντα ενεργειακής σταθερότητας στην ΕΕ».
Στο πλαίσιο της νέας κρίσης, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, να παράσχουν οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης «στοχευμένη στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά και να υποβοηθήσουν τη βιωσιμότητα ορισμένων επιχειρήσεων με υπερβολική έκθεση στην ενεργειακή κρίση, χωρίς όμως να υπονομεύσουν τη δημοσιονομική ισορροπία των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Η από κοινού αντιμετώπιση αυτού του δύσκολου προβλήματος καθιστά τη λύση του ευκολότερη από την ασυντόνιστη και μεμονωμένη προσέγγισή του».
Οι νέες προβλέψεις για την ανάπτυξη
Παρουσιάζοντας τις αναθεωρημένες προβλέψεις της ΤτΕ για την οικονομία, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε με έμφαση ότι «η έξαρση της αβεβαιότητας λόγω του υψηλού πληθωρισμού, αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, μετριάζει τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων και επηρεάζει αρνητικά τις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις τους».
Έτσι, η ελληνική οικονομία «θα συνεχίσει μεν να αναπτύσσεται, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από την αρχική πρόβλεψη (4,8%). Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ περιορίζεται σε 3,8% στο βασικό σενάριο και 2,8% στο δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών».
Κύρια πηγή κινδύνων για την οικονομία θα αποτελέσει η συγκράτηση των καταναλωτικών δαπανών επειδή ο πληθωρισμός θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα. «Αν και ο κύριος μοχλός ανάπτυξης για φέτος είναι η εγχώρια ζήτηση και ο τουρισμός, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα», υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.: «Η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης».
Για τις επιχειρήσεις, όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, «το αυξημένο κόστος παραγωγής και η μικρότερη κατανάλωση θα επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία τους και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε αναβολή ή ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων. Αβεβαιότητα επίσης υπάρχει όσον αφορά τις τουριστικές εισροές, κυρίως από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στις χώρες προέλευσης, αλλά και λόγω της δημιουργίας ενός αισθήματος ανασφάλειας».
Αντίβαρα σε αυτές τις πιέσεις θα αποτελέσουν «η άρση των ποικίλων περιορισμών, εγχώριων και διεθνών, που συνδέονταν με την πανδημία, η έναρξη των επενδυτικών έργων του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η άνοδος της απασχόλησης, οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις και η συνεχιζόμενη αύξηση των εξαγωγών».
Στα ύψη ο πληθωρισμός
Η οικονομία θα περάσει ένα ισχυρό πληθωριστικό σοκ το 2022, καθώς οι νέες προβλέψεις της ΤτΕ κάνουν λόγο για αύξηση του πληθωρισμού από το 0,6% το 2021, ακόμη και στο 7%.
«Το 2021 ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν 0,6%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, σαφώς μικρότερος σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης», ανέφερε ο κ. Στουρνάρας. «Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, το 2022 αναμένεται επιτάχυνση του πληθωρισμού σε 5,2%, ενώ στο δυσμενές σενάριο προβλέπεται περαιτέρω αύξηση σε 7%. Το 2023 αναμένεται αποκλιμάκωση, υπό την προϋπόθεση της πλήρους αποκατάστασης της λειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων και της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας».
Σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας
Ο κ. Στουρνάρας έδωσε μεγάλη έμφαση στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, ώστε να υπάρξει και περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας. «Η καλή πορεία των φορολογικών εσόδων και η σταδιακή απόσυρση των προσωρινών μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας καθιστούν εφικτή τη δραστική μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος το 2022, παρά τα προβλήματα που προκαλεί στην ελληνική οικονομία ο πόλεμος στην Ουκρανία», τόνισε.
Κάλεσε την κυβέρνηση να εφαρμόσει μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων τα οποία θα έχουν «περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε η στροφή σε περιοριστική δημοσιονομική πολιτική να διευκολύνει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία».
Με τη μείωση των μέτρων στήριξης το 2021 και την επάνοδο της ανάπτυξης έγινε εφικτή και η συγκράτηση του ελλείμματος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, «το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε σημαντικά, πέραν των προβλέψεων του προϋπολογισμού, εξαιτίας της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της μείωσης των μη παραγωγικών δαπανών».
«Από το 2022 αναμένεται σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας», εκτιμά η ΤτΕ. «Σύμφωνα με την πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε σε 6,2% του ΑΕΠ και το χρέος σε 193% του ΑΕΠ». Ο κ. Στουρνάρας έσπευσε πάντως να προσθέσει ότι «στο νέο περιβάλλον γενικευμένης αβεβαιότητας, τα περιθώρια παρέμβασης της δημοσιονομικής πολιτικής είναι περιορισμένα. Τα νέα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα και καταλλήλως στοχευμένα».
Τι είπε για «κόκκινα» δάνεια και νέες χορηγήσεις
Αναφερόμενος στην πορεία των τραπεζών, ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε ότι «συνεχίσθηκε το 2021 η αύξηση της χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα, με τη βοήθεια της διευκολυντικής ενιαίας νομισματικής πολιτικής και τη στήριξη από τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ)».
Πάντως, ο ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης έπεσε σε 3,7% τον Δεκέμβριο του 2021, από 10% τον Δεκέμβριο του 2020. Τα κεφάλαια που διέθεσαν η ΕΑΤ και η ΕΤΕπ ήταν μικρότερου ύψους έναντι του 2020, αλλά η επίδρασή τους ήταν πολύ σημαντική, καθώς στήριξαν το 1/3 των δανείων προς επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες) και ελεύθερους επαγγελματίες.
Για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπογράμμισε ότι έχουν μειωθεί μεν σημαντικά, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί στο 12,8%, αλλά είναι πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ περίπου 39% των μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκονται σε καθεστώς ρύθμισης και υψηλό ποσοστό αυτών εμφάνισε και πάλι καθυστέρηση.
Επιπλέον, υπογράμμισε ότι η μείωση των ΜΕΔ έγινε κυρίως με τιτλοποιήσεις και μεταφέρθηκαν σε εταιρείες διαχείρισης. Έτσι, «εξακολουθούν να επιβαρύνουν την πραγματική οικονομία και να θέτουν μεγάλο αριθμό οφειλετών εκτός τραπεζικής χρηματοδότησης», τόνισε ο κ. Στουρνάρας.
Επανέλαβε, μάλιστα, τον προβληματισμό του για τη χαμηλή ποιότητα κεφαλαίων των τραπεζών, «καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (64%)». Όπως είπε, «απαιτείται ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας. Είναι θετικό ότι οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει προσπάθειες ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και έκδοσης ομολογιακών τίτλων».