Αν και από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η ελληνική οικονομία είχε τον μεγαλύτερο ρυθμό μείωσης της επενδυτικής δαπάνης σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, το 2021 η εικόνα αυτή έδειξε να αλλάζει καθώς οι άμεσες ξένες επενδύσεις πραγματοποίησαν άλμα της τάξης του 70%.
Οι επενδύσεις αποτελούν τον κρισιμότερο παράγοντα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και μπορούν να οδηγήσουν στην επίτευξη μιας βιώσιμης αναπτυξιακής τροχιάς για τις δεκαετίες που ακολουθούν.
Μιλώντας σε εκδήλωση του ΕΒΕΑ για τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Α. Γεωργιάδης ανέφερε πως τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει με ενέργειες της κυβέρνησης εταιρείες κολοσσοί στη χώρα όπως η Pfizer, η Microsoft, η Digital Realty, η AWS αποδεικνύοντας το γεγονός πως η Ελλάδα αποτελεί έναν εξαιρετικό επενδυτικό προορισμό.
Σημείωσε πως η Ελλάδα παραδοσιακά είχε το χαμηλότερο ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων στην ΕΕ, όμως η χώρα «το 2020 είχε σημαντική βελτίωση, το 2021 εντυπωσιακή άνοδο και οι προβλέψεις για το 2022, μέχρι και πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ήταν για ακόμα πιο εντυπωσιακή επίδοση», επισημαίνοντας πως οι επιδόσεις που κατέγραφαν οι επενδύσεις ξεπερνούσαν τις κυβερνητικές προβλέψεις.
Παράλληλα ο υπουργός Ανάπτυξης σημείωσε πως ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να δημιουργήσει ένα καινούριο κόσμο όπου η Ρωσία θα είναι ένας παρίας στο διεθνές περιβάλλον και θα πρέπει όλοι να αναπροσαρμόσουν τα πλάνα και τις προβλέψεις τους για τις επιχειρηματικές κινήσεις, τον τουρισμό, την ενέργεια.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Γιάννης Μπρατάκος σημείωσε πως οι επιδόσεις που καταγράφουν οι επενδύσεις τα τελευταία δυο χρόνια είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές και η εντυπωσιακή ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας στη χώρα επιβεβαιώνει την δυναμική της ελληνικής οικονομίας και αποδεικνύουν την δημιουργία ενός φιλικότερου επενδυτικού περιβάλλοντος.
Υπογράμμισε το γεγονός πως από το 2008 έως το 2012 η συνολική συνεισφορά των επενδύσεων στο ΑΕΠ μειώθηκε από το 24,5% στο 11%, ποσοστό που διατηρήθηκε μέχρι πολύ πρόσφατα, με την μείωση να μην αφορά μόνο τις ιδιωτικές αλλά και τις δημόσιες επενδύσεις. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «ας μην ξεχνάμε ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην εκτέλεση του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων».
Επισήμανε ότι πριν από την οικονομική κρίση οι επενδύσεις στην Ελλάδα αποτύπωναν τα χαρακτηριστικά ενός μη βιώσιμου αναπτυξιακού μοντέλου, καθώς μέχρι το 2007 το 45% των επενδύσεων πραγματοποιούνταν κυρίως από τον κλάδο διαχείρισης δημόσιας περιουσίας, ενώ το 14% προέρχονται από τον δημόσιο τομέα και μόλις το 4% προέρχονταν από τον κλάδο της βιομηχανίας με τις καθαρά παραγωγικές επενδύσεις όπως οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας είχαν ένα ισχνό ποσοστό. «Παρά την αδιαμφισβήτη πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ και αυτό την στιγμή που η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται από τις ραγδαίες εξελίξεις ειδικά στην τεχνολογία» πρόσθεσε επίσης.
Ο κ. Μπρατάκος τόνισε πως η αύξηση των επενδύσεων «αποτελεί στοίχημα ανάπτυξης ακόμα και επιβίωσης της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με μελέτες, για να επιτευχθεί σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στα επόμενα 10 χρόνια, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των επενδύσεων θα πρέπει να είναι κατά 7% υψηλότερος από τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Ο στόχος είναι από μόνος του φιλόδοξος είναι ακόμα όμως πιο απαιτητικό αν προσθέσουμε ακόμα μια παράμετρο, αυτόν της ποιοτικής διάρθρωσης των επενδύσεων».
Υπογράμμισε πως το μοντέλο πρέπει να αλλάξει. «Η πρόκληση είναι ξεκάθαρη. Θέλουμε περισσότερες επενδύσεις οι οποίες διευρύνουν τις παραγωγικές και αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας. Επενδύσεις που δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας και καλύτερα πραγματικά εισοδήματα μακροπρόθεσμα».
Μια προσπάθεια που πρέπει να περάσει μέσα από θετικά βήματα όπως η ενσωμάτωση των προτάσεων και των θέσεων που έχει θέσει η επιχειρηματική κοινότητα και αφορούν την μείωση της φορολογίας, της γραφειοκρατίας, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, την βελτίωση της εργασιακής νομοθεσίας. Πρόσθεσε επίσης ότι σημαντική συμβολή σε αυτή την προσπάθεια θα έχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ. «Τα κονδύλια αυτά σε συνδυασμό με το ευρύτερο οικονομικό κλίμα μπορούν να οδηγήσουν στην συνολική ανακατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας και να καλυφθεί το επενδυτικό κενό των προηγούμενων ετών» ανέφερε χαρακτηριστικά.