Καμία αλλαγή δεν υπάρχει στο σχεδιασμό της απολιγνιτοποίησης ξεκαθαρίζει το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η ανακοίνωση αυτή από το ΥΠΕΝ έρχεται ως διάψευση δημοσιευμάτων που ανέφεραν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την οριστική απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων το 2028 αντί το 2024.
Νωρίτερα, δημοσίευμα ανέφερε πως η Κομισιόν ανταποκρίθηκε θετικά λόγω της ενεργειακής κρίσης που έχει εκτοξεύσει τις τιμές, σε σχετικό αίτημα από την ελληνική πλευρά ώστε οι λιγνίτες να αποσυρθούν το 2028 αντί για το 2024, σημειώνοντας πως η πληροφόρηση έφτασε χθες αργά το απόγευμα στην κυβέρνηση από Έλληνα αξιωματούχο των Βρυξελλών.
Όπως σημειώνει το Υπουργείο, δεν έχει σταλεί τέτοιο αίτημα προς την Κομισιόν, ούτε έλαβε σχετική ενημέρωση το απόγευμα της Πέμπτης από Έλληνα αξιωματούχο των Βρυξελλών. Όπως σημειώνει το ΥΠΕΝ, δεν έχει αλλάξει η απόφαση του πρωθυπουργού και οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για την απεξάρτηση της χώρας από τα ρυπογόνα καύσιμα και τον λιγνίτη
«Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ επιβάλλεται όχι μόνο για περιβαλλοντικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους. Η επιχείρηση είχε ζημιά ύψους 400 εκατ. ευρώ το 2020 και 200 εκατ. ευρώ το 2021 από τη χρήση των λιγνιτικών εργοστασίων» σημειώνει το ΥΠΕΝ και υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει καμία αλλαγή στο πλάνο απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων, όπως αυτό έχει παρουσιαστεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019 και υλοποιείται κανονικά.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ, το πρόγραμμα απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ είναι το ακόλουθο:
- 2021: Καρδιά 3-4 (αποσύρθηκαν).
- 2022: Μεγαλόπολη 3, Άγιος Δημήτριος 1-4.
- 2023: Άγιος Δημήτριος 5, Μελίτη 1, Μεγαλόπολη 4.
- 2025: Πτολεμαΐδα 5 (μετατροπή σε μονάδα φυσικού αερίου).
Η διάψευση από το Υπουργείο έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τη ΔΕΗ καθώς το κόστος δανεισμού της επιχείρησης μέσα από την έκδοση πράσινων ομολόγων έχει συνδεθεί με την πορεία με απολιγνοποίησης. Ειδικότερα, η ΔΕΗ με την έκδοση τριών ομολόγων έχει δανειστεί συνολικά 1,275 δισ. ευρώ ενώ προβλέπεται ρήτρα αειφορίας συνδεδεμένη με περιβαλλοντικούς στόχους, που αν η επιχείρηση δεν καταφέρει να πιάσει, τότε το επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά 0,5%.
Τα σενάρια αυτά, για επιβράδυνση της απομάκρυνσης από τον λιγνίτη, που έχουν ακουστεί τον τελευταίο καιρό, έρχονται σαν απάντηση στις υψηλές τιμές ενέργειας που βαραίνουν τους καταναλωτές τους τελευταίους μήνες. Ειδικότερα, το 2021 η Ελλάδα, μείωσε τη χρήση του λιγνίτη και παράλληλα αύξησε το ποσοστό χρήσης φυσικού αερίου για την παραγωγή ενέργειας στην την περίοδο που εκείνο σημείωνε αλματώδη άνοδο στις τιμές. Εν τω μεταξύ, η Κομισιόν εκτιμά ότι και το 2022 θα διατηρηθούν οι «τσουχτερές» τιμές στην ενέργεια.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Georg Zachmann, ειδικού στην αγορά ενέργειας του Ινστιτούτου Bruegel, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα η χρήση του λιγνίτη έπεσε κατά 5%, ενώ παράλληλα το φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά το ίδιο ακριβώς ποσοστό μέσα στο 2021, σε μία χρονιά που το φυσικό αέριο κατέγραψε ράλι τιμών. Αυτές οι μεταβολές εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί η Ελλάδα είχε το 2021 από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις χονδρικές τιμές του ρεύματος.
Οι αλλαγές στο μείγμα παραγωγής ενέργειας το 2021
Με δεδομένο το σχέδιο της κυβέρνησης να βάλει τέλος στα εργοστάσια λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή προχωρώντας την απολιγνιτοποίηση, το φυσικό αέριο παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος, καθώς οι ΑΠΕ δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση και να προσφέρουν ενεργειακή ασφάλεια για τη χώρα.
Η έκθεση της Κομισιόν για την ευρωπαϊκή οικονομία, με προβλέψεις για την εξέλιξη του πληθωρισμού το 2022, σημειώνει ότι μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2022 θα δούμε και την κορύφωση της ανόδου στις τιμές ενέργειας. Παράλληλα, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές όλο το 2022, ενώ αποκλιμάκωση αναμένεται από την άνοιξη του 2023.