Ενισχυτική επίδραση στη σκιώδη οικονομία ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είχε η πανδημία του κορονοϊού και στα 36 κράτη - μέλη του ΟΟΣΑ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των υπηρεσιών που προσφέρονται στη «σκιά» της επίσημης οικονομίας, αυξήθηκε το 2020 αισθητά, σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Μάλιστα, ειδικά στα 28 κράτη της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου), η αύξηση που σημειώθηκε μεταξύ 2019 και 2020 υπολογίζεται πως ήταν η υψηλότερη των τελευταίων 20 ετών.
Aυξημένη ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά μειωμένη σε απόλυτα μεγέθη, ήταν το 2020 η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Βασίλης Βλάχος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος (ΔΙΠΑΕ). Το 2021, ωστόσο, με βάση τον εκτιμώμενο ρυθμό ανάπτυξης 8% για το συγκεκριμένο έτος, εκτιμά πως η σκιώδης οικονομία σε απόλυτο μέγεθος (όχι ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 1,6 δισ. ευρώ.
Ο κ. Βλάχος επισημαίνει ότι το 2020 η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα αυξήθηκε ως ποσοστό επί του ΑΕΠ σε σχέση με το 2019 τονίζοντας πως «η αύξηση της σκιώδους οικονομίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, κατά τη διάρκεια των lockdown του 2020, υποδηλώνει την έκρηξη της αδήλωτης δραστηριότητας του μεριδίου της κοινωνίας, που βίωνε την περίοδο εκείνη με μεγαλύτερη αβεβαιότητα, δηλαδή του επιχειρηματικού κόσμου».
Ωστόσο, σε απόλυτα μεγέθη, η σκιώδης οικονομία μειώθηκε. Όπως αναφέρει «οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι η σκιώδης οικονομία στην Ελλάδα ακολούθησε ανοδική πορεία έως και το 2009 (56,9 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές). Από το 2010 (έναρξη των μέτρων λιτότητας και της ελληνικής οικονομικής κρίσης) ακολουθεί πτωτική πορεία και το 2020 έφτασε στα 34,6 δισ. ευρώ».
Οι αιτίες και τα αποτελέσματα της πτωτικής πορείας, υποστηρίζει, σχετίζονται με την αυξημένη χρήση του πλαστικού χρήματος και τη σημαντική μείωση των δαπανών για υπηρεσίες, λόγω οικονομικής δυσπραγίας.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τον καθηγητή, «πολίτες και επιχειρήσεις συμμορφώνονται φορολογικά, όταν νιώθουν ότι βελτιώνεται η καθημερινότητα τους μέσα από την προσφορά των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών. Διεθνείς δείκτες καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα δεν έχει κάνει σημαντικά βήματα στο κομμάτι αυτό. Επιπλέον, βραχυχρόνια, το μέγεθος της σκιώδους οικονομίας εξαρτάται κυρίως από το ύψος του διαθέσιμου εισοδήματος.
Την προηγούμενη δεκαετία συρρικνώθηκε σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων, οδηγώντας το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει υλική στέρηση (δεν μπορεί να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες) από το 23% το 2009 στο 32,6% το 2020. Η σοβαρή υλική στέρηση, η οποία συσχετίζεται αρνητικά με τις δαπάνες για αδήλωτες δραστηριότητες (π.χ. υπηρεσίες), διαγράφει και αυτή ανοδική πορεία και το 2020 άγγιξε το 16,5%.
Άρα, παρόλο που δεν σημειώθηκαν θετικές επιδράσεις στη φορολογική συμμόρφωση, ήταν η μεγάλη αύξηση των συναλλαγών με «πλαστικό χρήμα» και η σημαντική μείωση των δαπανών για υπηρεσίες, που οδήγησαν στη συρρίκνωση της σκιώδους οικονομίας», υποστηρίζει.
Στο ερώτημα αν έχει ενισχυθεί η φορολογική συνείδηση των Ελλήνων, ο κ. Βλάχος απαντά αρνητικά και εκτιμά πως «οι εργασίες του Παρατηρητηρίου για τη συμμετοχή στη σκιώδη οικονομία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας καταδεικνύουν ότι η έλλειψη φορολογικής συμμόρφωσης στην Ελλάδα δεν θεωρείται ανήθικη. Οι σημαντικότεροι λόγοι είναι η έλλειψη ανταποδοτικότητας των φόρων και το μέγεθος της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα».
Για το πως πιστεύει ότι θα επηρεάσει η πανδημία την παραοικονομία στην Ελλάδα μεσομακροπρόθεσμα δηλώνει πως «με την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η πανδημία διανύει τις τελευταίες της ημέρες, η σκιώδης οικονομία αναμένεται να αυξηθεί, σε απόλυτα μεγέθη τουλάχιστον. Με την υπόθεση ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας σημειώνει αύξηση κατά 8% το 2021, η σκιώδης οικονομία εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 1,6 δισ. ευρώ», υποστηρίζει.