Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρέθηκε χθες η Αττική Οδός, όπου εξαιτίας της χιονοθύελλας εκατοντάδες οδηγοί αυτοκινήτων έμειναν για ώρες εγκλωβισμένοι και αβοήθητοι, πυροδοτώντας έντονη κριτική για τους χειρισμούς της εταιρείας, δεδομένου μάλιστα ότι πρόκειται για ένα από τα πλέον αποδοτικά και κερδοφόρα έργα παραχώρησης: τα τελευταία 15 χρόνια, ο οδικός άξονας των 70 χιλιομέτρων έχει εισπράξεις από τα διόδια που πλησιάζουν το ποσό των 3 δισ. ευρώ και καθαρά κέρδη μετά από φόρους που φτάνουν τα 770 εκατ. ευρώ.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι στην καλύτερη περίοδο για τη λειτουργία της, δηλαδή μέχρι και το 2011 και πριν επηρεάσει την κυκλοφορία οχημάτων η μεγάλη οικονομική κρίση, τα ετήσια έσοδα της Αττικής Οδού ξεπερνούσαν σταθερά τα 200 εκατ. ευρώ, φθάνοντας τα 248,5 εκατ. το 2009, που ήταν και η καλύτερη χρονιά της. Οι εισπράξεις μειώθηκαν μετά το 2011 και κυμαίνονταν μεταξύ 151,5 εκατ. (το 2020, έτος επιβολής του lockdown λόγω πανδημίας) έως τα 192,7 εκατ. ευρώ (το 2019). Αθροιστικά, σε αυτή τη δεκαπενταετή περίοδο, τα έσοδα από τα διόδια της Αττικής Οδού ανήλθαν στα 2,93 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά μέσο όρο 195 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Στην πλευρά της κερδοφορίας, η Αττική Οδός είχε επίσης εξαιρετικές αποδόσεις για τους μετόχους της, δηλαδή την ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ του ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ (65,75%), τον όμιλο ΑΒΑΞ Α.Ε. (34,21%) και τη γαλλική EGIS PROJECTS (0,04%). Στην ίδια, δεκαπενταετή περίοδο, τα συνολικά καθαρά κέρδη της Αττικής Οδού έφθασαν τα 771,7 εκατ. ευρώ. Καλύτερες χρονιές ήταν το 2008 και το 2019, όταν τα κέρδη ξεπέρασαν τα 70 εκατ. ευρώ, ενώ χειρότερη ήταν το 2013, όταν είχαν υποχωρήσει στα 20,9 εκατ. ευρώ. Κατά μέσο όρο, τα καθαρά κέρδη ξεπερνούσαν τα 51 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Η καθαρή θέση της εταιρείας διαμορφώθηκε το 2020 στα 270 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι το 2024, οπότε και λήγει η διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης, το ποσό της καθαρής θέσης θα διανεμηθεί στους μετόχους. Μέσα στο 2021, οι μέτοχοι της Αττικής Οδού μοιράσθηκαν το ποσό των 82,8 εκατ. ευρώ, μέσα από μια διαδικασία μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου της.
Η εξέλιξη της κερδοφορίας και των εσόδων της Αττικής Οδού
Έτος | Καθαρά Κέρδη μετά φόρων | Κύκλος Εργασιών |
2006 | 41.970 | 222.698 |
2007 | 56.915 | 242.860 |
2008 | 75.734 | 247.569 |
2009 | 59.950 | 248.552 |
2010 | 44.586 | 226.662 |
2011 | 48.717 | 203.428 |
2012 | 50.130 | 175.444 |
2013 | 20.918 | 162.411 |
2014 | 38.954 | 159.668 |
2015 | 29.443 | 162.779 |
2016 | 44.679 | 171.212 |
2017 | 68.881 | 176.858 |
2018 | 69.883 | 185.765 |
2019 | 72.622 | 192.706 |
2020 | 48.285 | 151.569 |
Ποσά σε χιλιάδες ευρώ
Η πλήρης εικόνα της κερδοφορίας
Όμως, τα κέρδη που καταγράφονται στους ισολογισμούς της Αττικής Οδού δεν δίνουν παρά μόνο ένα μέρος της συνολικής εικόνας του οφέλους που έχουν αποκομίσει οι μέτοχοί της, από μια αρχική επένδυση ύψους 1,25 δισ. ευρώ, την οποία κάλυψαν κατά 15% με ίδια κεφάλαια, ενώ το υπόλοιπο χρηματοδοτήθηκε με δανεισμό και κρατική συμμετοχή.
Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο μέρος των εσόδων της Αττικής Οδού μεταφερόταν σε όλη τη διάρκεια της παραχώρησης στην αδελφή εταιρεία Αττικές Διαδρομές, μια κατασκευαστική εταιρεία λειτουργίας, συντήρησης και εκμετάλλευσης του οδικού άξονα. Τα κόστη συντήρησης της Αττικής Οδού, για τα οποία πληρώνεται η εταιρεία Αττικές Διαδρομές, έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις στο παρελθόν, καθώς υπήρξαν χρονιές όπου είχαν ανέλθει και σε περίπου 1 εκατ. ευρώ το χιλιόμετρο για τον οδικό άξονα των 70 χιλιομέτρων.
Όσοι έχουν μελετήσει τη σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού, που ήταν και η πρώτη αντίστοιχη για μεγάλο τεχνικό έργο, διαπιστώνουν ότι υπήρξε ένα μεγάλο κενό στη σύμβαση, το οποίο επέτρεψε να διογκωθούν σε πολύ υψηλά επίπεδα τα κόστη λειτουργίας και συντήρησης της Αττικής Οδού. Ενώ σε μεταγενέστερες συμβάσεις παραχώρησης τέθηκαν ανώτατα όρια κόστους ανά χιλιόμετρο, στη σύμβαση της Αττικής Οδού τέτοιοι περιορισμοί δεν υπήρχαν, κάτι που επέτρεπε στην εταιρεία της Αττικής Οδού να περνάει κάθε χρόνο πολύ μεγάλα ποσά στην αδελφή εταιρεία Αττικές Διαδρομές, μειώνοντας σημαντικά τα δικά της κέρδη, χωρίς όμως οι μέτοχοι να χάνουν κάτι, αφού είχαν υπό τον έλεγχό τους και τη δεύτερη εταιρεία.
Γιατί δεν επέστρεψε ο δρόμος στο Δημόσιο
Η συγκράτηση των κερδών της Αττικής Οδού κάτω από ορισμένα όρια δεν ήταν μια απλή λογιστική άσκηση συναλλαγών μεταξύ εταιρειών των ίδιων μετόχων. Είχε μεγάλη σημασία για να υπολογίζεται η χρονική διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης, αφού προβλεπόταν ότι οι παραχωρησιούχοι θα ήταν υποχρεωμένοι να παραδώσουν τον οδικό άξονα στο κράτος, εάν απόδοση κεφαλαίου ξεπερνούσε το ανώτατο όριο του 13,1%. Όπως έχει ανακοινωθεί από την Αττική Οδό, ως το τέλος του 2018 η απόδοση ήταν μόλις 6,23% και ενδεχομένως να ήταν πολύ υψηλότερη, εάν δεν υπήρχαν τα… πολυτελή κόστη λειτουργίας και συντήρησης.
Το θέμα της επιστροφής της Αττικής Οδού στο Δημόσιο κρίθηκε οριστικά στα τέλη του προηγούμενου έτους, όταν το υπουργείο Υποδομών παρέλαβε πόρισμα του οίκου Hill International, ο οποίος έκρινε ότι δεν υπήρχε υπέρβαση του ανώτατου ορίου απόδοσης κεφαλαίου. Έτσι, το σημερινό σχήμα βασικών μετόχων της Αττικής Οδού κράτησε την πολύτιμη παραχώρηση ως το ύστατο χρονικό όριο του Οκτωβρίου 2024, ενώ πρόσφατα το ΤΑΙΠΕΔ άρχισε τον διαγωνισμό για την επιλογή νέου παραχωρησιούχου για τα επόμενα 25 χρόνια. Στον διαγωνισμό έχουν δικαίωμα συμμετοχής μεγάλες κατασκευαστικές και επενδυτικές εταιρείες, ενώ στη σύμβαση παραχώρησης δεν έχουν περιληφθεί υποχρεώσεις για κατασκευή επεκτάσεων, καθώς επιδιώκεται να μεγιστοποιηθεί το τίμημα της συναλλαγής.
Οι σημερινοί μέτοχοι, Ελλάκτωρ και Άβαξ, θα εισέλθουν με αξιώσεις στη διεκδίκηση της νέας παραχώρησης, καθώς, ιδιαίτερα για την Ελλάκτωρ, η Αττική Οδός είναι ένα asset στρατηγικής αξίας με μεγάλη συμβολή στα οικονομικά μεγέθη του ομίλου. Όπως τονιζόταν στο ενημερωτικό δελτίο για την περυσινή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Ελλάκτωρ, «ο Όμιλος βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην κερδοφορία της παραχώρησης της Αττικής Οδού και τυχόν μη ανανέωση της παραχώρησης αυτής μετά το 2024 ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα αποτελέσματα του Ομίλου».
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρατίθενται στο ενημερωτικό δελτίο, η Ελλάκτωρ θα είχε ζημιές προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) το 2020 και το 2019, αν δεν υπήρχαν τα EBITDA από την Αττική Οδό. Το 2020, ο όμιλος εμφάνισε συνολικά EBITDA μόλις 30 εκατ., ενώ η Αττική Οδός εισέφερε 105,6 εκατ. και το 2019 ο όμιλος είχε EBITDA μόλις 80 εκατ., με συμβολή 134 εκατ. από την Αττική Οδό.
Χιονοθύελλα και... χάος
Παρά την πολυδάπανη λειτουργία της, η Αττική Οδός έγινε στη διάρκεια της χθεσινής κακοκαιρίας το πιο προβληματικό σημείο στο οδικό δίκτυο του Λεκανοπεδίου, καθώς εκατοντάδες αυτοκίνητα που εισήλθαν στον οδικό άξονα παγιδεύθηκαν για ώρες στη διάρκεια της χιονοθύελλας, χωρίς η διαχειρίστρια εταιρεία να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τα τεχνικά μέσα της για να αποκαταστήσει την κυκλοφορία, παρότι είχε προβλεφθεί ότι θα εκδηλωνόταν κύμα κακοκαιρίας.
Με πολλούς οδηγούς να κινδυνεύουν να περάσουν τη νύχτα στα οχήματά τους, εγκλωβισμένοι στην Αττική Οδό, χρειάσθηκε να οργανωθεί μια εκτεταμένη επιχείρηση απεγκλωβισμού με συμμετοχή της Πυροσβεστικής, της Αστυνομίας και τη βοήθεια των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας, Χρ. Στυλιανίδης επέρριψε ευθύνες στην Αττική Οδό, σημειώνοντας ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίσθηκε χθες στον συγκεκριμένο οδικό άξονα, όπου δυστυχώς η εταιρία δεν κατόρθωσε να κρατήσει τον δρόμο ανοικτό παρά τις συσκέψεις στις οποίες υποσχέθηκαν ότι θα έχουν επάρκεια μέσων, όπως ανέφερε ο κ. Στυλιανής. «Πιστεύω ότι πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες. Αυτή θα είναι η εισήγησή μου στον πρωθυπουργό», τόνισε.
Παράλληλα, έγινε γνωστό χθες το βράδυ ότι διατάχθηκε από την προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προκαταρκτική έρευνα για αναζήτηση ευθυνών με αφορμή συνέβησαν στην Αττική Οδό και θα διερευνηθεί εάν τελέσθηκε το αδίκημα της παρακώλυσης συγκοινωνιών.
Με ανακοίνωσή της, η εταιρεία διαχείρισης εξέφρασε τη λύπη της για την ταλαιπωρία των οδηγών και ισχυρίσθηκε ότι ο μηχανισμός της βρισκόταν σε ετοιμότητα για την κακοκαιρία από το Σάββατο, καθώς και ότι επιχειρούσαν χθες 35 εκχιονιστικά μηχανήματά της, δηλαδή ένα για κάθε δύο χιλιόμετρα δρόμου. Η εταιρεία σημείωσε ότι με δική της απόφαση έμειναν ανοικτά τα διόδια, ενώ απέδωσε τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην πυκνή κυκλοφορία οχημάτων, που δυσχέρανε το έργο του αποχιονισμού.