Κατά 35% χαμηλότερος σε σύγκριση με αυτόν το 2019 ήταν ο μέσος τζίρος για τα ελληνικά ξενοδοχεία το 2021, όπως διαπιστώνεται σε έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα 22 Νοεμβρίου - 31 Δεκεμβρίου 2021, είχε ως δείγμα 1.122 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και παρουσιάστηκε σήμερα σε διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου.
Ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος κ. Αλέξανδρος Βασιλικός σχολιάζοντας τα ευρήματα των μελετών του ΙΤΕΠ, σε δήλωσή του τόνισε ότι: «Στο κατώφλι μιας ακόμη χρονιάς αβεβαιοτήτων, με την πανδημία να βρίσκεται σε εξέλιξη, παρουσιάσαμε σήμερα την ετήσια έρευνα του ΙΤΕΠ για την κατάσταση των ελληνικών ξενοδοχείων μέσα στις συνθήκες της συγκυρίας. Τα ευρήματα είναι σαφή. Τα ελληνικά ξενοδοχεία, παρά το βαρύ αποτύπωμα της πανδημίας, συνεχίζουν την προσφορά τους στην απασχόληση, στις επενδύσεις, στα δημόσια έσοδα και την περιφερειακή ανάπτυξη. Τα βασικά οικονομικά μεγέθη που αποτυπώνονται στην έρευνα καταδεικνύουν την ανάγκη για συνέχιση της κρατικής στήριξης, με στοχευμένα πλέον μέτρα για τη βελτίωση της ρευστότητας και τη στήριξη της απασχόλησης».
Όπως σημείωνεται το 2021 λειτούργησε το 96% των ελληνικών ξενοδοχείων, με μέση πληρότητα 68% και μέση τιμή του δίκλινου δωματίου τα 68 ευρώ. Τρία στα τέσσερα ξενοδοχεία ανοίξανε μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου, ενώ ο συνολικός τζίρος τους ανήλθε σε 5,48 δισ. ευρώ, δηλαδή 35% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο τζίρο του 2019. Σημειώνεται πως τα ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας παρουσιάζουν μεσοσταθμική μείωση του τζίρου κατά 57% σε σχέση με το ίδιο έτος αναφοράς, σκιαγραφώντας το έντονο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
Επιπλέον η έρευνα αναδεικνύει πως παρά τη σημαντική μείωση των βασικών μεγεθών τους, τα ελληνικά ξενοδοχεία συνεχίζουν σταθερά την προσφορά τους στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Συγκεκριμένα, κατάφεραν να συγκρατήσουν την απασχόληση – προφανώς και με την βοήθεια των κρατικών εργαλείων – η οποία καταγράφει ποσοστιαία μείωση μόλις 6%. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε ανακαινίσεις υφισταμένων μονάδων ανήλθαν στα 830 εκατ. ευρώ, μειωμένες μόνον κατά 16% έναντι του 2019, δείχνοντας και πάλι την ισχυρή επενδυτική στρατηγική του κλάδου προς την ποιοτική αναβάθμιση αλλά και τα έντονα πολλαπλασιαστικά οφέλη του τζίρου των ξενοδοχείων στην ελληνική οικονομία.
Την ίδια ώρα, το 2021, τα ξενοδοχεία εισέπραξαν κατά μέσο όρο 79% λιγότερες προκαταβολές σε σχέση με το 2019, γεγονός που αντιστοιχεί σε έλλειμμα 590 εκατ. ευρώ. Λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα πως υπολείπονται προς επιστροφή από τα voucher 50 εκατ. ευρώ, το έλλειμμα στα ταμειακά διαθέσιμα των ξενοδοχείων, διαμορφώνεται στα 640 εκατ. ευρώ. To έλλειμα αυτό αφορά σε μεγάλο ποσοστό τα ξενοδοχεία τύπου resort.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα το 36% των ξενοδόχων έχει υπογράψει συμβόλαια για το 2022. Εξ αυτών, το 70% με τιμές ίδιες με αυτές του 2021, το 25% με τιμές αυξημένες κατά μέσο όρο 7,1% και το 6% με τιμές μειωμένες κατά μέσο όρο 17,8%.
Ταυτόχρονα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μόλις το 9,2% (924 επιχειρήσεις) των ξενοδοχείων έχει υπογράψει συμβόλαια τύπου Commitment για το 2022, υπογραμμίζοντας την αστάθεια που παρατηρείται στις τάσεις των κρατήσεων.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου παρουσιάστηκε και η Εβδομαδιαία Έρευνα του Χειμερινού Ξενοδοχειακού Παρατηρητηρίου του ΙΤΕΠ για τις Επιδόσεις των Ξενοδοχείων, για τις μονάδες Συνεχούς Λειτουργίας κατά την περίοδο 29/11/21- 09/01/22. Στην έρευνα καταγράφεται πως τα ορεινά ξενοδοχεία άνοιξαν σε ποσοστό 97% την περίοδο των εορτών, ενώ κατά την ίδια περίοδο τα αστικά ξενοδοχεία ήταν ανοιχτά σε ποσοστό 77% (1 στα 4 ήταν κλειστά). Επιπλέον, τις εβδομάδες των εορτών, τα ορεινά ξενοδοχεία εμφάνισαν πληρότητες που άγγιξαν το 60%. Αντίστοιχα τα ξενοδοχεία πόλης λειτούργησαν με εξαιρετικά χαμηλές πληρότητες, μόλις στο 33% τον Νοέμβριο και συνεχή πτώση, φτάνοντας στο 20% τον Ιανουάριο του 2022.
Σημειώνεται πως τα ξενοδοχεία αυτά (ορεινά – αστικά) είναι και αυτά τα οποία καλούνται να λειτουργήσουν εν μέσω του τρέχοντος πανδημικού κύματος, αντιμετωπίζοντας παράλληλα αυξημένα κόστη λειτουργίας, με το κόστος ενέργειας και πρώτων υλών να έχουν πολλαπλασιαστεί σε συνδυασμό με πολύ χαμηλές τιμές πώλησης δωματίων (62 ευρώ κατά μέσο όρο τις εβδομάδες των εορτών).