Πανδημία, πληθωρισμός και Ταμείο Ανάκαμψης αποτελούν τους παράγοντες που θα “σφραγίσουν” τις εξελίξεις στην οικονομία το 2022 με τα μεγάλα ζητούμενα για την κυβέρνηση να είναι η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η επιστροφή στο δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και οι κανόνες του νέου Συμφώνου Σταθερότητας.
Ωστόσο το ρευστό και με πολλαπλές εστίες κινδύνου σκηνικό λόγω της αβεβαιότητας για τη καμπύλη της μετάλλαξης Όμικρον και των πληθωριστικών πιέσεων βάζουν σε δοκιμασία το στρατηγικό στόχο του οικονομικού επιτελείου για «αλλαγή σελίδας».
Οι σημαντικότερες προκλήσεις και τα ορόσημα για το τρέχον έτος είναι:
1. Πανδημία και πληθωρισμός απειλούν ανάπτυξη και δημόσια οικονομικά. Μετά την εκρηκτική άνοδο του ΑΕΠ το 2020 που όπως όλα δείχνουν κινήθηκε στη περιοχή του 7,5%-8% έναντι πρόβλεψης για 6,9% στον προϋπολογισμό το μεγάλο στοίχημα είναι να συνεχιστεί με ταχείς ρυθμούς η μεγέθυνση του ΑΕΠ με το πήχη να έχει τοποθετηθεί στο 4,5%. Ωστόσο η κυβερνητική πρόβλεψη έχει στηριχθεϊ στο σενάριο για αποκλιμάκωση της πανδημία στο πρώτο τρίμηνο του έτους και την αναστροφή του κλίματος ανασφάλειας στην αγορά και την σταδιακή εξάλειψη της ψυχολογία του φόβου στα νοικοκυριά.
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα με την ραγδαία εξάπλωση της νέας μετάλλαξης και την επιστημονική ομίχλη για το βαθμό επικινδυνότητας της νόσησης και της αποτελεσματικότητας των εμβολίων σε καμία καθιστούν την κυβερνητική πρόβλεψη μετέωρη με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών να αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να προβεί σε ασφαλή εκτίμηση. Η έξαρση της πανδημίας που επιβάλλει την ανάγκη λήψης νέων περιοριστικών μέτρων στην λειτουργία της αγοράς επιφέρει πλήγματα σε νευραλγικούς για την ανάπτυξη κλάδους αναβάλλοντας τις όποιες επενδυτικές κινήσεις. Ταυτόχρονα διογκώνουν το δημοσιονομικό λογαριασμό λόγω των έκτακτων μέτρων στήριξης στις πληττόμενες επιχειρήσεις.
Πέραν του κορωνοϊού, ο άλλος μεγάλος πονοκέφαλος προέρχεται από την αναζωπύρωση της πληθωριστικής φωτιάς. Το συνεχώς διογκούμενο κύμα ακρίβειας ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών φρενάροντας την ιδιωτική κατανάλωση που αποτελεί ένα από τα βασικούς κινητήρες της ανάπτυξης λόγω του σημαντικού μεριδίου συμμετοχή στο ΑΕΠ. Δεν είναι μόνο ότι η ακρίβεια έχει άμεσο αρνητικό αποτύπωμα στην πραγματική οικονομία είναι και το γεγονός ότι δημιουργεί πληθωριστικές προσδοκίες στα νοικοκυριά ενισχύοντας τη τάση συγκράτησης των δαπανών τους. Επιπρόσθετα υποχρεώνει τη κυβέρνηση να διατηρεί σε ισχύ ακόμα και να διευρύνει τις κρατικές παρεμβάσεις για την κάλυψη απωλειών στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς με αρνητικές επιπτώσεις στα δημόσια ταμεία.
Οι αρχικές εκτιμήσεις της κυβέρνησης για την ένταση και τη διάρκεια των ανατιμήσεων έχουν ανατραπεί και το κονδύλι για τις επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου ανεβαίνει όλο και ψηλότερα με τους οικονομολόγους να προβλέπουν ότι το «τσουνάμι» θα κρατήσει τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλιο του 2022.
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο που έχει ενσωματωθεί προϋπολογισμού και συνδέεται με τους κινδύνους της πανδημίας και της ενεργειακής ανάφλεξης κατεβάζει τη ταχύτητα της ανάπτυξης κατά μία μονάδα στο 3,5% από 4,5% για το 2022 ενώ ανεβάζει κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το πρωτογενές έλλειμμα στο επίπεδο του 1,7% του ΑΕΠ έναντι 1,2%.
Πάντως αρμόδια στελέχη εκφράζουν συγκρατημένη αισιοδοξία για βαθμιαία υποχώρηση της πανδημίας και πλήρη επιστροφή της οικονομίας στη κανονικότητα το αργότερο έως τον Ιούνιο σημειώνοντας ότι οι ουλές είναι ιάσιμες και σε καμία περίπτωση ικανές να εκτροχιάσουν την ανάπτυξη και τον προϋπολογισμό.
2. Το μεγάλο στοίχημα με το Ταμείο Ανάκαμψης. Η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης συνιστά μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις δεδομένου του υψηλού αποτυπώματος στις επενδύσεις και την μεγέθυνση του ΑΕΠ. Όπως επισημαίνεται στις εκθέσεις των εγχώριων και διεθνών οργανισμών τα κονδύλια του Ταμείου θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας με την κινητοποίηση κεφαλαίων σε έργα και τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και ισχυρής δυναμικότητας. Αρμόδιες πηγές εκτιμούν ότι μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2022 θα τρέξουν οι προκηρύξεις για τρία μεγάλα έργα που αφορούν τον τουρισμό, την ψηφιακή μετάβαση των επιχειρήσεων και ειδικά προγράμματα για τον αγροτικό τομέα, έτσι ώστε μέχρι το τέλος Μαρτίου να ξεκινήσουν οι πρώτες εκταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών σχεδίων των επιχειρήσεων.
Τον Μάρτιο αναμένεται να εκταμιευτεί η πρώτη δόση ύψους 3,9 δισ. ευρώ μετά τις προκαταβολές του καλοκαιριού. Συνολικά από το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων αναμένεται ότι θα διοχετευτούν στην οικονομία κονδύλια άνω των 18 δισ. ευρώ και με βάση αυτή παραδοχή προβλέπεται αύξηση κατά 29,1% των επενδύσεων. Οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις θα ανέλθουν σε 7,8 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 6,5 δισ. ευρώ θα έρθουν από κοινοτικούς πόρους και 1,3 δισ. ευρώ από εθνικούς ενώ άλλα 3,1 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι θα πέσουν στην οικονομία μέσω του νέου ΕΣΠΑ και θα αρχίσουν να εκταμιεύονται το πρώτο τετράμηνο του 2022 με προτεραιότητα τις πράσινες επενδύσεις.
3. Αξιολογήσεις με το βλέμμα στο “εξιτήριο” από την ενισχυμένη εποπτεία. Η χώρα θα πρέπει να περάσει επιτυχώς τρεις αξιολογήσεις από τους δανειστές και να λάβει δυο επιταγές των 765 εκατ. ευρώ από τον ESM, που αντιστοιχούν στα κέρδη που αποκόμισαν η ΕΚΤ και οι τράπεζες του ευρωσυστήματος από τα ακούρευτα ελληνικά ομόλογα για να εξέλθει από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας το 2022. Ο κυβερνητικός στόχος είναι η απαγκίστρωση να γίνει με την αξιολόγηση του Ιουνίου που θα ξεκλειδώσει διπλή δόση από ANFA’s για την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι μεταμνημονιακές μεταρρυθμίσεις θα έχουν παραδοθεί μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Διαφορετικά θα υπάρξει παράταση της ενισχυμένης εποπτείας μέχρι τον Οκτώβριο. Πάντως νέα δείγματα γραφής για την πορεία των μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούν θα δώσει το οικονομικό επιτελείο στη 13η αξιολόγηση που ξεκινά μετά τις 20 Ιανουαρίου 2022.
4. Αγώνας δρόμου για αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας. Μέσα στο έτος θα ξετυλιχθούν εννέα «ραντεβού» με τους οίκους αξιολόγησης που θα κρίνουν το στοίχημα της επενδυτικής βαθμίδας. Την έναρξη του κύκλου των αξιολογήσεων θα κάνει η Fitch στις 14 Ιανουαρίου οπότε αναμένεται να δώσει ντο πρώτο στίγμα για την πορεία της ανάκαμψης, τις δημοσιονομικές προοπτικές και τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους ενώ θα ακολουθήσουν άλλες δυο «αναμετρήσεις» με τον ίδιο οίκο, στις 8 Ιουλίου και 7 Οκτωβρίου, σε περίπτωση που η χώρα δεν καταφέρει τον Ιανουάριο να ανέβει από την κατηγορία «ΒΒ».
Τη σκυτάλη θα παραλάβει ο καναδικός οίκος DBRS στις 18 Μαρτίου, ο οποίος σημειωτέον τον Σεπτέμβριο αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας σε «ΒΒ» με θετική τάση. Η δεύτερη αξιολόγηση είναι προγραμματισμένη για τις 16 Σεπτεμβρίου. Το μεγάλο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η κίνηση του οίκου Moody's, με το ερώτημα εάν μετά τη «σιωπή» που επέδειξε στην αξιολόγηση του Νοεμβρίου θα προχωρήσει σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, η οποία σήμερα βρίσκεται τρεις βαθμίδες χαμηλότερα από την επενδυτική στην κατηγορία «Ba3» σε σχέση με τους υπόλοιπους οίκους. Στις 22 Απριλίου θα ακουστεί η πρώτη ετυμηγορία από την S&P και στις 21 Οκτωβρίου η δεύτερη και αυτό που επιθυμεί διακαώς η ελληνική πλευρά είναι να μην περάσουν «άπρακτα» τα δυο ραντεβού. Ο οίκος διατηρεί από τον Απρίλιο την ελληνική οικονομία στην κατηγορία «ΒΒ» με θετικές τις προοπτικές.
5. Ορόσημο το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας. Αν και υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος διαπραγματεύσεων για μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας ωστόσο το μπρα ντε φερ με την ευρωζώνη προμηνύεται σκληρό. Η ελληνική πλευρά μέσω συμμαχιών με χώρες του Νότου θα επιδιώξει χαλάρωση του κριτηρίου για το ύψος και την έκταση της μείωσης και την ταχύτητα μείωσης του και εξαίρεση από το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης των επενδυτικών δαπανών έτσι ώστε να κατέβει ο πήχης για τα πρωτογενή πλεονάσματα και να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος για αναπτυξιακά μέτρα και περιορισμό του φορολογικού βάρους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αρμόδιες κυβερνητικές πηγές εκτιμούν ότι το νέο Σύμφωνο θα περιλαμβάνει ηπιότερους κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος και ότι για την Ελλάδα το 2023 θα υπάρχει κάποιας μορφής πειθαρχία αλλά όχι δημοσιονομική θηλιά. Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία του 2018 με τους θεσμούς επιτάσσει πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ το 2023 με πτώση στο 2,5% του ΑΕΠ το 2024 και στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά έως και το 2060 που αναμένεται να έχει αποπληρωθεί το 75% του ελληνικού χρέους προς τον ESM.