Την ανάγκη άμεσης επιτάχυνσης της προσπάθειας για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, με στόχο αυτό να επιτευχθεί το 2022 αντί του 2023 που στοχεύει η κυβέρνηση, επισημαίνουν επιτελικά στελέχη τραπεζών προειδοποιώντας για τους σημαντικούς κινδύνους που ελλοχεύουν για την οικονομία και τις τράπεζες όταν αρχίσει η απόσυρση των ευρωπαϊκών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας, λόγω της πιστοληπτικής ιδιαιτερότητα της Ελλάδας: είναι η μόνη χώρα της ευρωζώνης που δεν αξιολογείται ως «επενδύσιμη».
«Δεν είναι θέμα μόνο της Ελλάδας», επισημαίνει στο Business Daily επιτελικό τραπεζικό στέλεχος, «ήδη υπάρχει πολύ μεγάλη πίεση από τα αποκαλούμενα γεράκια για τον περιορισμό των έκτακτων μέτρων ρευστότητας. Τα επιτόκια κάποια στιγμή θα αυξηθούν, οι κεντρικές τράπεζες θα σταματήσουν την ποσοτική χαλάρωση και είναι ζωτικής σημασίας η Ελλάδα να θεωρείται αξιόχρεη από την αγορά και τους επενδυτές».
Πρόκειται για το μπλοκ των βορείων χωρών της ΕΕ που θεωρούν ότι πρέπει να ξεκινήσει άμεσα η απόσυρση των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, σε συνέντευξή του χθες υπογράμμισε ότι δεν μπορεί να είμαστε η μόνη χώρα της ευρωζώνης με κρατικά ομόλογα στην κατηγορία «σκουπίδια» (junk) προσθέτοντας ότι ο πιο άμεσος στόχος της χώρας πρέπει να είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. «Το δημόσιο δανείζεται φτηνά σήμερα, γιατί υπάρχει άφθονη ρευστότητα στην αγορά, λόγω των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών και κυρίως του ειδικού προγράμματος της ΕΚΤ για την πανδημία. Όμως δεν θα είναι έτσι για πάντα. Και σε συνθήκες μειούμενης ρευστότητας, χώρες με χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση είναι πιο εκτεθειμένες στην κρίση. Δεν μπορούμε να είμαστε εσαεί η μόνη χώρα της ευρωζώνης με κρατικά ομόλογα στην κατηγορία junk», σημείωσε ο επικεφαλής της Eurobank στην Καθημερινή.
Η Ελλάδα τους τελευταίους μήνες έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, και οι αγορές σε μεγάλο βαθμό προεξοφλούν την εξέλιξη αυτή. Ωστόσο θα πρέπει το επόμενο διάστημα να πείσει τους οίκους αξιολόγησης για την πρόοδο σε 4+1 μέτωπα: την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, την επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία, την περαιτέρω εξυγίανση των τραπεζών και την αποτελεσματική λειτουργία των servicers και τέταρτον την επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Το φάσμα της πολιτικής αστάθειας
Στις τέσσερις αυτές προκλήσεις έχει προτεθεί άλλη μία η οποία θα αποτελέσει και βασικό προαπαιτούμενο για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης: η πολιτική σταθερότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις εξαιρετικές επιδόσεις της εγχώριας οικονομίας το 2021, και την ενίσχυση των προβλέψεων για την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας μας τα επόμενα χρόνια, τόσο η Moody’s στις 19 Νοεμβρίου, όσο και η S&P ένα μήνα νωρίτερα απέφυγαν να προχωρήσουν σε αναβάθμιση, διαψεύδοντας τις σχετικές προσδοκίες, μια αναβάθμιση που θα έφερνε την Ελλάδα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα. Σημειώνεται ότι πριν λίγες ημέρες η Moody’s προχώρησε στην αναβάθμιση της Ιταλίας επισημαίνοντας την αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας με την κυβέρνηση Ντράγκι ως έναν από τους βασικούς λόγους της απόφασης αυτής.
Και μπορεί σήμερα η Κυβέρνηση Μητσοτάκη και η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πολιτικό σκηνικό να εξασφαλίζουν την πολιτική σταθερότητα στη χώρα, ωστόσο, το φάσμα της απλής αναλογικής και ο κίνδυνος περιπλοκών σε περίπτωση αποδυνάμωσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη δημιουργούν ένα υπολογίσιμο ρίσκο. Έτσι οι οίκοι αξιολόγησης δεν βιάζονται για την αναβάθμιση της Ελλάδας και την επαναφορά της στην κατηγορία investment grade, και υιοθετούν μια πιο συντηρητική πολιτική όπως φάνηκε από την αφωνία της Moody’s πριν δυο εβδομάδες. Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι πολύ δύσκολα οι οίκοι αξιολόγησης θα μας «δώσουν» το investment grade πριν τις επόμενες εθνικές εκλογές. Θα περιμένουν το αποτέλεσμα των εκλογών ώστε να βεβαιωθούν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος πολιτικών περιπλοκών, επισημαίνουν.
Άλλωστε η Ελλάδα έχει αρνητικό track record, καθώς η πολιτική αστάθεια που επικράτησε μετά το 2010 αποτέλεσε τη βασικότερη αιτία της αποτυχίας των προγραμμάτων προσαρμογής και του οικονομικού εκτροχιασμού της χώρας. Απαιτήθηκαν τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις με την εναλλαγή τεσσάρων πρωθυπουργών -Γ. Παπανδρέου, Λ. Παπαδήμος, Αντ. Σαμαράς και Αλ. Τσίπρας- και την εφαρμογή τριών μνημονίων πριν η χώρα επανέλθει σε καθεστώς πολιτικής σταθερότητας το 2019 με την επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Μάλιστα αρκετοί εισηγούνται στον πρωθυπουργό την επίσπευση των εκλογών και τη διενέργειά τους το 2022 ώστε να «καεί» το θέμα της απλής αναλογικής και να ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό.
Η μεγάλη ευκαιρία και ο μεγάλος κίνδυνος
Κρίσιμα μέτωπα για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελούν το δημόσιο χρέος, η δημοσιονομική κατάσταση, ο τραπεζικός τομέας και οι μεταρρυθμίσεις.
Σε ότι αφορά το δημόσιο χρέος είναι κρίσιμο να πείσουμε τις αγορές ότι είναι βιώσιμο και δεδομένου του μεγάλου ύψους του χρέους το «στοίχημα» της κυβέρνησης και του υπουργείου Οικονομικών είναι η επίτευξη συστηματικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ώστε να αυξηθεί το ΑΕΠ, δηλαδή ο παρονομαστής της σχέσης χρέος προς ΑΕΠ. Στα δημοσιονομικά θα πρέπει να φροντίσουμε έγκαιρα τον περιορισμό των ελλειμμάτων πριν αυτό μας ζητηθεί από τους θεσμούς. Είναι δεδομένο ότι από το 2023 η Ελλάδα θα πρέπει να επανέλθει σε πρωτογενές πλεόνασμα.
Στο τραπεζικό σύστημα έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ωστόσο, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως η χαμηλή οργανική κερδοφορία, η υψηλή συμβολή του DTC στα κεφάλαια, αλλά και τα νέα NPEs που θα διαμορφωθούν λόγω της πανδημίας, θέματα που έθεσε αναλυτικά η Τράπεζα της Ελλάδος σε πρόσφατη έκθεση. Στον τραπεζικό τομέα θα πρέπει να σημειωθεί επιτάχυνση και στο σκέλος των πλειστηριασμών ενώ οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων θα πρέπει να αναλάβουν έναν πιο ενεργητικό ρόλο στην εξυγίανση των επιχειρήσεων.
Τέλος, σημαντική παράμετρος είναι η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, όπου ήδη έχουν πραγματοποιηθεί μεγάλα βήματα ειδικά στον τομέα της ψηφιοποίησης. Ωστόσο παραμένουν σημαντικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις που πρέπει να υλοποιηθούν, ειδικά στη δημόσια διοίκηση και σε τομείς όπως η Δικαιοσύνη η οποία φαίνεται αποκομμένη από τις τρέχουσες εξελίξεις και τις σύγχρονες ανάγκες.
Η Ελλάδα σήμερα έχει ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που αντιστοιχεί στο 200% του ΑΕΠ, αλλά και μια ιστορική ευκαιρία: έχοντας κλειδώσει εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, της τάξης του 1,5%, για την εξυπηρέτηση του χρέους για την επόμενη δεκαετία, το μεγάλο «στοίχημα» είναι να επιτύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους του επιτοκίου δανεισμού, δηλαδή να μεγιστοποιηθεί η διαφορά μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και επιτοκίου.
«Είναι κρίσιμο να επιτύχουμε την επόμενη δεκαετία μέσο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3% ετησίως, ώστε η αύξηση του ΑΕΠ να είναι μεγάλη και να μην υπάρχει ζήτημα βιωσιμότητας του χρέους στο τέλος της περιόδου των χαμηλών επιτοκίων», σημειώνουν τραπεζικές πηγές. Τα χρήματα για την υλοποίηση υπάρχουν (Ταμείο Ανάκαμψης) ωστόσο θα πρέπει να επανέλθουμε γρήγορα σε καθεστώς investment grade και να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις ώστε να μεγιστοποιηθεί ο δυνητικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης.
Αντίθετα αν η Ελλάδα διολισθήσει σε ένα νέο κύκλο αστάθειας και αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης, που θα μπορούσε να πυροδοτήσει η πολιτική αστάθεια ή η στασιμότητα των μεταρρυθμίσεων, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η χώρα θα βρεθεί ξανά σε αδιέξοδο, θα υποχρεωθεί σε νέα εξωτερική βοήθεια και θα δει τη θέση της να αποδυναμώνεται περαιτέρω.