ΓΔ: 1397.63 0.94% Τζίρος: 86.84 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:03 DATA
Τράπεζα της Ελλάδος
Φωτο: Τράπεζα της Ελλάδος

Τρ. Ελλάδος: Οι τέσσερις μεγάλες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες

Ιδιαίτερα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, χαμηλή ποιότητα κεφαλαίων, διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία και αυξανόμενη διασύνδεση με το κράτος αποτελούν τις μεγάλες προκλήσεις, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.

Παρά τη μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες δεν έχουν περιθώρια για εφησυχασμό, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στη νέα έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν μεγάλες προκλήσεις, ενώ δεν έχουν εκλείψει οι κίνδυνοι από την πανδημία.

Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο πλαίσιο των μέτρων της διευκολυντικής ενιαίας νομισματικής πολιτικής παρουσίασε βελτίωση στη ρευστότητα και αύξηση της χρηματοδότησης, αναφέρει η ΤτΕ. Ωστόσο, οι προκλήσεις, ήτοι το υφιστάμενο ιδιαίτερα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων, η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, καθώς και η συνεχώς αυξανόμενη διασύνδεση του τραπεζικού τομέα με το κράτος, παραμένουν. Η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανάκαμψης της οικονομίας και προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα.

Συνεπώς, οι προσπάθειες αντιμετώπισης των ανωτέρω προβλημάτων θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, ιδίως μετά την οριστική άρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ταυτόχρονα, η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility - RRF) δημιουργεί θετικές προοπτικές και μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης.

Αύξηση καταθέσεων κατά 28,6 δισ.

Οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξηθεί από το Μάρτιο του 2020 (μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2021) κατά 28,6 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 14,4 δισεκ. ευρώ αφορούν νοικοκυριά και 14,2 δισεκ. ευρώ επιχειρήσεις (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις).

Η αύξηση των καταθέσεων, που οφείλεται στα δημοσιονομικά και άλλα μέτρα στήριξης (όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή μέσω της οποίας χορηγήθηκαν 8,3 δισεκ. ευρώ, επιδόματα ενίσχυσης του εισοδήματος των νοικοκυριών, η αναστολή καταβολής δανειακών και άλλων υποχρεώσεων), αλλά και σε λόγους πρόνοιας έναντι μελλοντικών αναγκών, αντανακλάται στη σημαντική αύξηση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα σε περί που 16% του ΑΕΠ από 6% το 2019.

Ταυτόχρονα, η ρευστότητα των τραπεζών ενισχύθηκε από τη συμμετοχή τους στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (Targeted Longer Term refinancing Opera tions - TLTROs III), καθώς και την αποδοχή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα και από τις πρόσφατες εκδόσεις στις διεθνείς αγορές.

Μεγάλη μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων

Αντίστοιχα, τo α΄ εξάμηνο του 2021 βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Η υποχώρηση των ΜΕΔ συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2021 ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να διαμορφωθεί σε 20,3% (έναντι 30,1% στο τέλος του 2020) και το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 29,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 37,8% ή 17,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020 (47,2 δισεκ. ευρώ). Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 73% ή 78 δισεκ. ευρώ.

Το απόθεμα των ΜΕΔ μειώθηκε κυρίως λόγω της μεταφοράς ΜΕΔ εντός ομίλου και της πώλησης από την Alpha Bank, στο πλαίσιο ολοκλήρωσης της συναλλαγής πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων, η οποία προέβλεπε ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό της (hive down), καθώς και λόγω μίας συμφωνίας πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων από την Τράπεζα Πειραιώς. Οι εν λόγω συναλλαγές αξιοποιούν το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), για τη χορήγηση εγγύησης από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους ανώτερης διαβάθμισης (senior tranche) της τιτλοποίησης. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι το α΄ εξάμηνο του 2021 εγκρίθηκε η παράταση του εν λόγω προγράμματος για ακόμη 18 μήνες με αντίστοιχη δυνατότητα χορήγησης πρόσθετων εγγυήσεων ποσού έως 12 δισεκ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο.

Κίνδυνοι για τα δάνεια

Ωστόσο, παρά τη μείωση του ποσοστού ΜΕΔ, το 40% περίπου των ΜΕΔ και το 9% των εξυπηρετούμενων δανείων τελούν υπό κάποιο καθεστώς ρύθμισης, γεγονός που τα καθιστά υψηλού πιστωτικού κινδύνου. Παράλληλα, στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου (στάδιο 2 και 3) βάσει του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) κατατάσσονται περίπου το 13% και 20% αντίστοιχα των δανείων, ενώ με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών από την πανδημία, δάνεια περίπου 9 δισεκ. ευρώ τελούν υπό κάποιο είδος προστασίας / διευκόλυνσης πληρωμών (π.χ. πρόγραμμα Γέφυρα, προγράμματα step-up των τραπεζών).

Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η επίδραση της πανδημίας δεν έχει ακόμη πλήρως καταγραφεί στα μεγέθη των τραπεζών, γεγονός που καθιστά την ταχεία και πλήρη αποτύπωση των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους άμεση προτεραιότητα για την εξυγίανση και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα.

Στα 4 δισ. αυξήθηκαν οι ζημιές

Το α΄ εξάμηνο του 2021 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4 δισεκ. ευρώ, έναντι ζημιών 0,9 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020, κυρίως εξαιτίας των ζημιών από την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ. Συγκεκριμένα, το α΄ εξάμηνο του 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 6,4 δισεκ. ευρώ έναντι 3,5 δισεκ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2020. Από αυτές, τα 5,4 δισεκ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ. Τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κυρίως λόγω της αύξησης των καθαρών εσόδων από προμήθειες και των κερδών από χρηματοοικονομικές πράξεις.

Αυξημένα ήταν και τα λειτουργικά έξοδα καθώς επιβαρύνθηκαν από έκτακτα έξοδα, όπως οι προβλέψεις για προγράμματα οικειοθελούς αποχώρησης προσωπικού, τα έξοδα εταιρικού μετασχηματισμού, καθώς και η απομείωση υπεραξίας και άυλων περιουσιακών στοιχείων. Αξίζει να επισημανθεί ότι αν δεν ληφθούν υπόψη οι έκτακτοι παράγοντες, όπως τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα έκτακτα λειτουργικά έξοδα και οι ζημίες από την πώληση των χαρ τοφυλακίων ΜΕΔ, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι θα εμφάνιζαν περιορισμένη κερδοφορία.

Τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα επηρέασαν και την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 12,5% τον Ιούνιο του 2021 από 15% το Δεκέμβριο του 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 15% από 16,6%, αντίστοιχα. Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση (δείκτης CET1 15,6% και TCR 19,4% τον Ιούνιο του 2021). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9, fully loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 10,6% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,1%.

Επιδείνωση της ποιότητας κεφαλαίων

Επιπλέον, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς τον Ιούνιο του 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,8 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 62% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το Δεκέμβριο του 2020). Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 71,5% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 62,8% το Δεκέμβριο του 2020). Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,9 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας το 9% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.

Σημειώνεται ότι αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 4,5 δισεκ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η διαμόρφωση επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μακροπρόσθεσμο ορίζοντα. Θετική εξέλιξη αποτελεί η διενέγεια αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και η έκδοση τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.

Χρειάζονται βιώσιμες ρυθμίσεις

Στην Ελλάδα λειτουργούν, με στοιχεία Ιουνίου 2021, είκοσι πέντε (25) Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες διαχειρίζονται, για λογαριασμό τους και για λογαριασμό των πιστωτικών ιδρυμάτων, ανοίγματα ύψους 131 δισεκ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των μη λογιστικοποιημένων τόκων. Τα ανοίγματα αυτά αφορούν σε ποσοστό 83% ανοίγματα σε καθυστέρηση.

Η αποτελεσματική διαχείριση των εν λόγω ανοιγμάτων και αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ, στηρίζεται στην ευελιξία και την εξειδίκευση που διαθέτουν οι ΕΔΑΔΠ οι οποίες οφείλουν: α) να αξιοποιήσουν τις αλ λαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια στο θεσμικό πλαίσιο (όπως Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών και οι διατάξεις του πρόσφατου νόμου περί ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας) και β) να προβαίνουν σε βιώσιμη αναδιάρθρωση των ΜΕΔ, μέσω και της αναχρηματοδότησης των εν λόγω πιστώσεων, υιοθετώντας διαφανείς διαδικασίες και τηρώντας σε κάθε περίπτωση τις προβλέψεις του θεσμικού πλαισίου.

Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές

Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι που σχετίζονται με τον αντίκτυπο του τέταρτου κύματος της πανδημίας, την αύξηση των ΜΕΔ μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως το χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του NGEU.

Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο αυτό περιβάλλον προκειμένου να επιτελέσει τη διαμεσολαβητική του λειτουργία και να διασφαλιστεί η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την κερδοφορία, η πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ σε συνδυασμό με το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα έσοδα των τραπεζών από τόκους. Επιπλέον, η σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων.

Πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολογιακών εκ δόσεων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελαχίστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Ταυτόχρονα, οι προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών προσδιορίζονται από σημαντικές προκλήσεις, ήτοι την ύπαρξη αβεβαιότητας σχετικά με τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, το κόστος υλοποίησης των στρατηγικών για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ, αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στο τραπεζικό σύστημα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ (Ιούνιος 2021: 20,3%) προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2021: 2,3%).

Συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού και οι τράπεζες θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση της περαιτέρω εξυγίανσης των ισολογισμών τους.

Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε αύξηση της διασύνδεσης του τραπεζικού συστήματος με το κράτος, καθώς διαμορφώθηκε τον Ιούνιο του 2021 σε 26,3% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού (21,4% το Δεκέμβριο 2020) και σε 44,8% ως ποσοστό του ΑΕΠ (36,5% το Δεκέμβριο 2020). Στον τομέα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης της οικονομίας, σημαντική ώθηση στην τραπεζική χρηματοδότηση αναμένεται να δοθεί με την έναρξη αξιοποίησης των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης, ενώ συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.

Να μοιραστούν τον κίνδυνο Δημόσιο και τράπεζες για να δοθούν δάνεια

Στην πιστωτική επέκταση θα συμβάλλει και ο επιμερισμός κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου, καθώς επιτρέπει στις τράπεζες να μειώσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν και στις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης, και ως τούτου λειτουργεί θετικά τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης. Δεδομένου ότι το ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου, ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα παραμείνει υψηλό στο προσεχές διάστημα, ο επιμερισμός κινδύνου μέσω των χαμηλότοκων δανείων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και της παροχής εγγυήσεων από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, θα συμβάλλει σημαντικά στην επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία και την υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να μπει σε μια τροχιά υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.

Οι τράπεζες ωστόσο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αξιολογούν τη σχέση απόδοσης κινδύνου και τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών σχεδίων που χρηματοδοτούν στο πλαίσιο της συνετής διαχείρισης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και αναλαμβάνουν. Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον και οι πολιτικές αντιμετώπισης αυτών περιλαμβάνονται μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων και προκλήσεων για τις οικονομίες και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να αναπτύξουν ένα επιχειρηματικό μοντέλο μετάβασης προς μια αποτελεσματικότερη διαχείριση των χρηματοοικονομικών ανοιγμάτων τους για τη χρηματοδότηση μιας βιώσιμης ανάπτυξης.

Τέλος, οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων για περιορισμό του λειτουργικού κόστους, ενώ καλούνται να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης των αποταμιευτικών πόρων. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤτΕ: Παραμένουν τέσσερις οι συστημικές τράπεζες και για το 2024

Η κατάταξη από την Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται βάσει τεσσάρων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων και η σημασία που έχουν οι τραπεζικοί οργανισμοί τόσο για την οικονομία της χώρας μας όσο και της ΕΕ.