Με τους εθνικούς στόχους να είναι ήδη ιδιαίτερα φιλόδοξοι και το επενδυτικό ενδιαφέρον να έρχεται μεγάλους εγχώριους, αλλά κυρίως και από παίκτες του εξωτερικού, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας φέρνει στις αρχές του 2022 το νομοσχέδιο που θέτει τους κανόνες λειτουργίας και ανοίγει στην ουσία την αγορά των υπεράκτιων αιολικών.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη από το βήμα της διάσκεψης στη Γλασκώβη για το κλίμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε τον στόχο δημιουργίας έως το 2030 ένα χαρτοφυλάκιο εγκατεστημένης ισχύος 2 GW. Η κυβέρνηση ξεκινάει έναν αγώνα δρόμου ώστε να πετύχει τον παραπάνω στόχο έχοντας ως δεδομένο ότι με βάση τις κατευθύνσεις της Κομισιόν, έως το 2040 η σημαντικότερη πηγή ενέργειας θα είναι τα θαλάσσια αιολικά. Ήδη έχει γίνει η παρουσίαση του πλαισίου του νομοσχεδίου στο Υπουργικό Συμβούλιο, ωστόσο φαίνεται πώς το σχέδιο νόμου θα βγει σε διαβούλευση στις αρχές του επόμενου έτους.
Στόχος του νομοσχεδίου είναι να υπάρχει μία φιλοεπενδυτική προσέγγιση παρέχοντας διαφάνεια και συνθήκες ανταγωνισμού, ταχείες διαδικασίες συγκεντρωμένες σε έμπειρο Φορέα Διαχείρισης και μείωση του επενδυτικού ρίσκου. Παράλληλα, διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον μέσω της προεπιλογής των περιοχών από την Πολιτεία, την παραχώρηση στους επενδυτές βάση ανταλλάγματος, διατηρώντας τον έλεγχο της ισχύος που θα δημοπρατείται.
Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, το ΥΠΕΝ έχει επιλέξει ένα «Μεικτό – Υβριδικό» μοντέλο ανάπτυξης, που συνδυάζει τον κρατικό έλεγχο με την ενεργοποίηση της επενδυτικής πρωτοβουλίας ιδιωτών. Με άλλα λόγια, το κράτος θα επιλέγει τις περιοχές υλοποίησης των έργων που θα ωριμάζουν ως ένα σημεία και θα παραδίδονται στον επενδυτή για ολοκλήρωση.
Στο πλαίσιο ανάπτυξης της νέας αυτής αγοράς θα υπάρχει ένας φορέας διαχείρισης με εμπειρία σε διενέργεια διαγωνισμών και διαχείριση παραχωρήσεων, στη διαχείριση Περιβαλλοντικών Μελετών, σε κανόνες ασφάλειας στο θαλάσσιο χώρο, στη συλλογή και ανάλυση μελετητικών δεδομένων και με γνώση των βέλτιστων διεθνών πρακτικών. Την απόφαση για το ποιος θα είναι ο Φορέας αυτός θα την πάρει το υπουργείο, ενώ, σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, εξετάζεται το ενδεχόμενο να ανατεθεί η αρμοδιότητα στην Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).
Σημαντικό ρόλο θα έχει ο ΑΔΜΗΕ που θα είναι υπεύθυνος για το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη λειτουργία, τη συντήρηση της θαλάσσιας διασύνδεσης, καθώς και την υποδομή για τη (χερσαία) σύνδεση με το ηλεκτρικό σύστημα ενέργειας της χώρας. Το κόστος διασύνδεσης θα κατανέμεται ανάμεσα στον ΑΔΜΗΕ (που ανακτά μέσω Χρεώσεων Χρήσης Συστήματος) και τον επενδυτή.
Στο κομμάτι που «καίει» πιο πολύ τους επενδυτές, στο ζήτημα των διαγωνισμών – που δεν φαίνεται ότι θα προλάβουν να πραγματοποιηθούν εντός του 2022 -, το ΥΠΕΝ προσανατολίζεται σε διενέργεια μειοδοτικού διαγωνισμού επί τιμής ενέργειας για ώριμα έργα που θα διενεργείται από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι σχεδιαστικές παράμετροι δεν πρόκειται να έχουν μεγάλες διαφορές από όσα γνωρίζουμε από τους διαγωνισμούς που αφορούν σε χερσαία ΑΠΕ.
Σε ό,τι αφορά σε υφιστάμενες άδειες που εκδόθηκαν προ δεκαετίας άδειες διατηρούνται σε ισχύ και ενεργοποιούνται με την χωροθέτηση της συγκεκριμένης περιοχής ενώ οι κάτοχοι των αδειών ωριμάζουν τα έργα τους με παραχώρηση του θαλάσσιου χώρου εκτός διαδικασίας
Στις προβλέψεις του σχεδίου νόμου εντάσσονται και αντισταθμιστικά οφέλη για τις τοπικές κοινότητες. Στο σχεδιασμό προβλέπεται η παροχή ποσοστού του Ανταλλάγματος Παραχώρησης στους Δήμους και σε τοπικούς αλιείς / τουριστικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, θα δίνεται η δυνατότητα στον παραχωρησιούχο να υποβάλει δεσμευτική πρόταση για κοινωφελή έργα στις τοπικές κοινωνίες
Ήδη το ενδιαφέρον είναι μεγάλο από το εξωτερικό με παίκτες όπως η Νορβηγική Equinor και η κοινοπραξία Ocean Wind, τη γαλλική Total και την ολλανδική Shell να κοιτάνε πολύ «ζεστά» την πιθανότητα επενδύσεων στη χώρα μας. Παράλληλα, ήδη έχουμε τη σύμπραξη Mytilineos με τη Copenhagen Infrastructrure Partners (CIP) και της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή με την Ocean Wind, ενώ και οι υπόλοιποι «μεγάλοι» της ενέργειας στη χώρα φαίνεται ότι βρίσκονται σε περίοδο έντονων ζυμώσεων ενόψει του ανοίγματος της νέας αγοράς.