Επιστολές προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη απέστειλαν οι οικολογικές οργανώσεις Greenpeace και WWF, ενόψει της διάσκεψης για το κλίμα στη Γλασκόβη, καλώντας τον πρωθυπουργό να δεσμευτεί για την πράσινη μετάβαση της χώρας, καθώς αυξάνονται οι φόβοι ότι χαλαρώνει επικίνδυνα η μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια.
Υπό το βάρος της ενεργειακής κρίσης, όλο και περισσότερες φωνές ακούγονται που υποστηρίζουν ότι χρειάζεται ένας πιο ήπιος ρυθμός απολιγνιτοποίησης της χώρας, κάνοντας λόγο για βεβιασμένη κίνηση της κυβέρνησης να κλείσουν οι περισσότερες μονάδες μέχρι το 2023.
Σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο «Μήπως να ξαναβλέπαμε τους στόχους απολιγνιτοποίησης;», ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Νίκος Χριστοδουλάκης, επισημαίνει ότι η Ελλάδα «τρέχει» να αποσύρει πλήρως τον λιγνίτη μέχρι το 2030, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν προγραμματίζεται μια αντίστοιχη κίνηση μέχρι το 2040.
«Μία εμβληματική τέτοια χώρα είναι η Γερμανία, η οποία μάλιστα έχει περίπου την ίδια αναλογία λιγνίτη στο μείγμα ενεργειακών καυσίμων και λογικά θα έπρεπε να τρέχει την απολιγνιτοποίηση πολύ γρηγορότερα από εμάς», εξηγεί ο ίδιος.
Αυτό βέβαια που δεν τονίζει ο πρώην υπουργός είναι, ότι η Γερμανία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πυρηνική ενέργεια, που αποσύρεται τα επόμενα χρόνια, και μετά ακολουθεί η απόσυρση του λιγνίτη. Αν και οι απόψεις περί «βεβιασμένης κίνησης» προέρχονται κυρίως από την αντιπολίτευση και τα λόμπι των ορυκτών καυσίμων, φαίνεται να τις υιοθετεί – εν μέρη τουλάχιστον – η κυβέρνηση, ανοίγοντας παραθυράκια για περισσότερη χρήση του λιγνίτη.
Σε νομοσχέδιο που έθεσε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων «Δίκαιη αναπτυξιακή μετάβαση και ρύθμιση ειδικότερων ζητημάτων απολιγνιτοποίσης», δίνεται η δυνατότητα στη ΔΕΗ να συνεχίσει να ασκεί μεταλλευτική δραστηριότητα στις εκτάσεις που θα μεταβιβάσει στο Δημόσιο για διάστημα που δεν προσδιορίζει χρονικά. Επομένως, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων πέραν του 2023 για λόγους ασφαλείας.
Ειδικοί παρατηρούν ότι απουσιάζει από το νομοσχέδιο κάθε αναφορά στην διαδικασία απολιγνιτοποίησης και στη δίκαιη μετάβαση ως συστατικό στοιχείο της προσπάθειας επίτευξης του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας. Παρατηρητές της αγοράς κάνουν λόγο για ελλιπή βούληση της κυβέρνησης να προχωρήσει αποτελεσματικά και γρήγορα στην πράσινη μετάβαση τώρα που δυσκολεύουν τα πράγματα στην ενέργεια.
Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα από την γερμανική Tageszeitung (TAZ) πριν από λίγες μέρες που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα επιστρέφει στον λιγνίτη, κάτι που είναι πρακτικά αδύνατο, ωστόσο, αντικατοπτρίζει το ρεπορτάζ την αίσθηση ότι η ενεργειακή κρίση αυξάνει τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων και πάλι στην Ελλάδα, εις βάρος όχι μόνο του περιβάλλοντος, αλλά και της καινοτομίας και της νέας οικονομίας.
Θολώνοντας ακόμα περισσότερο τα ενεργειακά νερά της χώρας, η Ευρώπη εμφανίζεται διχασμένη απέναντι στις υψηλές τιμές ενέργειας που εμφανίζονται. Πριν από λίγες ημέρες σε συνάντηση υπουργών Ενέργειας στο Λουξεμβούργο, οι χώρες της ΕΕ συγκρούστηκαν αναφορικά με το πώς θα αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση, αφήνοντας μικρό περιθώριο για άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος.
Χώρες όπως η Πολωνία και η Ισπανία κάλεσαν την ΕΕ να βρει νέα εργαλεία παρέμβασης, όμως μια ομάδα εννέα κρατών, συμπεριλαμβανομένων Αυστρίας, Δανίας, Φινλανδίας και Ολλανδίας, υποστήριξε ότι η κρίση είναι προσωρινή και δεν πρέπει να οδηγήσει σε γρήγορες αλλαγές της νομοθεσίας της ΕΕ που διέπει την ενέργεια, ούτε να αλλάξουν οι φιλόδοξοι στόχοι για την κλιματική αλλαγή.
Απαιτείται «πραγματική δράση»
Στην επιστολή του, ο κ. Χαραλαμπίδης καλεί τον πρωθυπουργό να «αναλάβει πραγματική δράση», με αφορμή την επερχόμενη Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP26) στη Γλασκώβη από 1-12 Νοεμβρίου, σχετικά με τις πολιτικές που θα έπρεπε να υιοθετήσει η Ελλάδα για το κλίμα.
«Επιτέλους αποφασίστε αν οδεύουμε προς μία “Πράσινη και Δίκαιη Ανάκαμψη και Μετάβαση” ή όχι. Εάν ναι, τότε το ορυκτό αέριο, η αποθήκευση άνθρακα και η πυρηνική ενέργεια απλώς δεν έχουν θέση. Σε αντίθετη περίπτωση, δίνετε στην ελληνική κοινωνία αντικρουόμενα μηνύματα που σίγουρα δεν συμβάλλουν στη στήριξη και ενεργό συμμετοχή της», τονίζει ο ίδιος.
Μεταξύ άλλων, ο επικεφαλής της Greenpeace υπογραμμίζει ότι η Συμφωνία του Παρισιού έθεσε ως στόχο τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5°C, αλλά οι κυβερνήσεις που υπέγραψαν τη συμφωνία αυτή, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, δεν υπόσχονται τις αναγκαίες μειώσεις εκπομπών για να το πετύχουν.
«Η πρόσφατη έκθεση σχετικά με τις Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (ΕΚΣ – NDCs) δείχνει ότι δεν πλησιάζουμε καθόλου τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού για τον 1,5°C μέχρι το τέλος του αιώνα. Δυστυχώς, με τις υπάρχουσες πολιτικές οδηγούμαστε σε μείωση εκπομπών κατά λιγότερο από 1% έως το 2030, όταν η επιστήμη μας προειδοποιεί ότι η μείωση αυτή πρέπει να είναι 50%. Αυτό πρέπει να αλλάξει στη Γλασκώβη», υπογραμμίζει ο ίδιος.
Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Καραβέλας, γενικός διευθυντής της WWF Ελλάς, τονίζει ότι, παρά τις δεσμεύσεις και τη ρητορική για την ανάγκη γενναίων πολιτικών και μέτρων, διαπιστώνεται σήμερα ένα πολύ σημαντικό κενό φιλοδοξίας.
«Σε ότι αφορά τον ρόλο της Ελλάδας, εσείς ο ίδιος από το βήμα της Βουλής εκφράσατε πρόσφατα την ευχή η χώρα μας να μην είναι ουραγός αλλά πρωταγωνίστρια», υπογραμμίζει ο κ. Καραβέλας. «Στο χέρι σας είναι να γίνει η ευχή δέσμευση και η δέσμευση νόμος του κράτους και πράξη. Σας καλούμε λοιπόν να καταθέσετε άμεσα σε ευρύ δημόσιο διάλογο, και μάλιστα πριν την έναρξη της COP26, σχέδιο εθνικού κλιματικού νόμου που θα καταστήσει την Ελλάδα πραγματική πρωταγωνίστρια στο κρίσιμο πεδίο της κλιματικής πολιτικής», προσθέτει στην επιστολή, αναφερόμενος συγκεκριμένα στα εξής θέματα: την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας το αργότερο έως το 2045, την αναβάθμιση νομικά δεσμευτικού εθνικού κλιματικού στόχου σε 65% έως το 2030, τoν σχηματισμό του συστήματος ηλεκτροπαραγωγής σε 100% ΑΠΕ έως το 2035, τον τερματισμό του προγράμματος ανάπτυξης υδρογονανθράκων και σε σχέδιο για την υλοποίηση των στόχων για την προστασία της φύσης.