Στο δύσκολο περιβάλλον που δημιουργούν οι χαμηλές τιμές των ψαριών, οι ελληνικές επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας συνεχίζουν απρόσκοπτα την αναπτυξιακή τους στρατηγική, υλοποιώντας συγχρηματοδοτούμενα επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους 96,8 εκ. ευρώ, εκ των οποίων περί τα 40 εκατ. ευρώ αποτελούν τη δημόσια δαπάνη (εθνικοί και κοινοτικοί πόροι), με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας τους.
Καθώς οι τουρκικές εξαγωγές στην Ευρώπη αυξάνονται συνεχώς, έμφαση δίνεται από τις ελληνικές εταιρείες στο κομμάτι της προώθησης, καθώς εφέτος διατέθηκαν από την Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) στην κατεύθυνση προώθησης της Brand Strategy του «Fish from Greece - Ελληνικό Ψάρι» κεφάλαια συνολικού ύψους 1,6-1,7 εκατ. ευρώ, ενώ αντίστοιχα το budget για την ερχόμενη τριετία, 2020-2023, ανέρχεται σε 7 εκατ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, συνολικά 112 σχέδια έχουν ενταχθεί στα Μέτρα 3.2.2 και 4.2.4 «Παραγωγικές επενδύσεις στην Υδατοκαλλιέργεια» του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αλιείας και Θάλασσας (ΕΠΑλΘ) 2014-2020. Η λίστα με τις επιλέξιμες επενδύσεις περιλαμβάνει πάνω από 60 εταιρείες, ωστόσο τη μερίδα του λέοντος κατέχει ο όμιλος Andromeda υπό την ομπρέλα του οποίου βρίσκονται οι εταιρείες Ανδρομέδα, Νηρεύς και Σελόντα. Το ισχυρό σχήμα των τριών εταιρειών δρομολογεί την υλοποίηση συνολικά 47 επενδυτικών σχεδίων επιλέξιμου προϋπολογισμού 44,3 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα περίπου 13,7 εκατ. ευρώ αποτελούν δημόσια δαπάνη στο πλαίσιο των μέτρων του ΕΠΑλΘ.
Στη λίστα περιλαμβάνονται και άλλες σημαντικές επενδύσεις, όπως π.χ.
- Της Γαλαξίδι Ιχθυοκαλλιέργειες, συνολικού ύψους 5,3 εκατ. ευρώ, που αφορούν τον εκσυγχρονισμό και την αύξηση δυναμικότητας με παράλληλη επέκταση των κτηριακών εγκαταστάσεων,
- Της Mare Magnum A.E., που αφορά την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό πλωτής μονάδας πάχυνσης με αύξηση δυναμικότητας και ίδρυση υποστηρικτικών έργων συσκευασίας παραγόμενων προϊόντων, επιλέξιμου προϋπολογισμού 4,2 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 50% αποτελεί δημόσια δαπάνη,
- Της Lemond CΟ, που αφορά την ίδρυση και λειτουργία ιχθυογεννητικού σταθμού δυναμικότητας 27.000.000 ιχθυδίων που βρίσκεται στη θέση Κακοδίκη Δήμου Ερέτριας επιλέξιμου προϋπολογισμού 2,8 εκατ. ευρώ,
- Της ΝΙΜΟΣ (το 70% της οποίας ελέγχεται από τη Σελόντα) που αφορά την επέκταση και την αύξηση δυναμικότητας και τον εκσυγχρονισμό μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας στη θέση Νησίδα Μάκρη, Δήμου Χάλκης, προϋπολογισμού 2 εκατ. ευρώ.
Οι τιμές παραμένουν χαμηλά
Οι χαμηλές τιμές αποτελούν χρόνιο πρόβλημα για την ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, με την τουρκική «επέκταση» στις ευρωπαϊκές αγορές να δημιουργεί ακόμα πιο ασφυκτικές συνθήκες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην 5η ετήσια απολογιστική έκθεση του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, εφέτος αναμένεται οριακή αύξηση παραγωγής της τάξεως του 1,7% στους 119.000 τόνους, με την παραγωγή της τσιπούρας να αφορά σε περίπου 66 χιλ. τόνους και 53 χιλ. τόνους στο λαβράκι.
Πέρυσι, η εγχώρια παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 117.000 τόνους (67.000 τόνοι τσιπούρας και 50.000 τόνοι λαβρακιού) ενώ οι πωληθείσες ποσότητες ανήλθαν σε 106.500 τόνους (61.000 τόνοι τσιπούρας και 45.500 τόνοι λαβράκι) συνολικής αξίας 502,46 εκ. ευρώ. Σε σχέση με το 2017 παρατηρείται αύξηση 4,5% ως προς τον όγκο παραγωγής η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση παραγωγής τσιπούρας. Η αύξηση στην αξία πωλήσεων ήταν οριακή, σχεδόν 1%, λόγω της μειωμένης τιμής και για τα δύο είδη. Η τσιπούρα αντιστοιχεί στο 57% του όγκου παραγωγής και το λαβράκι στο 43%.
Στο πεδίο των εξαγωγών, το 79% των πωλήσεων (87.155 τόνοι), αξίας σχεδόν 400 εκ. ευρώ, διατέθηκε σε 32 χώρες και το υπόλοιπο στην εγχώρια αγορά. Οι κυριότερες αγορές παραμένουν παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής παραγωγής (59% το 2018).
Σε ό,τι αφορά στις τιμές, εφέτος αναμένεται περαιτέρω υποχώρηση σε σχέση με το 2018. Σύμφωνα δε με τα όσα αναφέρονται στις οικονομικές καταστάσεις των δύο ισχυρών εισηγμένων παιχτών της εγχώριας αγοράς Νηρεύς και Σελόντα, στο πρώτο εξάμηνο καταγράφεται μείωση περί το 7,5% στη μεσοσταθμική τιμή πώλησης για ολόκληρα ψάρια σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2018.
Να σημειωθεί ότι με βάση τα στοιχεία της έκθεσης του ΣΕΘ, το 2018 η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε στα 4,53 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας μείωση 1,5%, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης κυμάνθηκε στα 4,97ευρώ/κιλό μειωμένη σχεδόν κατά 6%.
Η τουρκική... απειλή
Σημαντικό ρόλο στο καθοδικό ράλι των τιμών αποτελεί η δυναμική διείσδυση, τα τελευταία χρόνια, της Τουρκίας στη δραστηριότητα της μεσογειακής καλλιέργειας.
Ενδεικτικά αναφέρεται πως η Τουρκία μέσα σε μια δεκαετία αύξησε την παραγωγή της κατά 240% και πως το 2018 κατέγραψε ένα νέο ρεκόρ φτάνοντας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Turkstat, τους 193.595 τόνους. Για το 2019, η παραγωγή τσιπούρας της Τουρκίας αναμένεται να ξεπεράσει τους 72.000 τόνους, ενώ για την ίδια περίοδο η παραγωγή λαβρακιού στην Τουρκία αναμένεται να κυμανθεί στους 82.000 τόνους.
Ωστόσο, το γεγονός ότι τα τουρκικά ιχθυηρά διατίθενται σε ανταγωνιστικότερες τιμές, ελέω και της κρατικής πριμοδότησης που απολάμβαναν οι επιχειρήσεις της γειτονικής χώρας, έχει ως αποτέλεσμα της δημιουργίας συνθηκών έντονης πίεσης σε επίπεδο τιμών στο κλάδο. Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη πίεση που προήλθε από τις αυξημένες εισαγωγές στην Ε.Ε. από την Τουρκία, ιδίως από το δεύτερο τρίμηνο του 2018 όπου σε ορισμένες αγορές η διαφορά στην τιμή πλησίασε ή και ξεπέρασε το 1 ευρώ/ κιλό. Συνολικά, το 2018 οι εισαγωγές τσιπούρας και λαβρακιού αυξήθηκαν κατά 16% φτάνοντας τους 105.228 τόνους (έναντι των 90.761 τόνων του 2017).
Αξίζει να σημειωθεί πως το 2018 παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της διακίνησης των τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας. Δηλαδή αφού εκτελωνίστηκε το τουρκικό ψάρι στην Ελλάδα, τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία και στη συνέχεια εστάλη (ως τουρκικό) σε άλλες χώρες τις Ε.Ε. Το 2018 οι εισαγωγές τουρκικών ψαριών αυξήθηκαν κατά 119% σε σχέση με το 2017. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, εισήχθησαν 11.713 τόνοι νωπών ψαριών από Τουρκία (4.100 τόνοι τσιπούρας, 6.313 τόνοι λαβρακιού και 1.300 τόνοι λοιπών νωπών ψαριών), που σχεδόν στο σύνολο τους επαναπροωθήθηκαν σε άλλες χώρες της Ε.Ε.