Ιστορική ευκαιρία αποτελεί για την Ελλάδα το Ταμείο Ανάκαμψης για τη μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα βασίζεται στην καινοτομία και τη βιωσιμότητα, τονίζει ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης σε δήλωσή του στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ενώ εκτιμά ότι τα επόμενα χρόνια οι ελληνικές τράπεζες θα χορηγήσουν νέα δάνεια ύψους 33 δισ. ευρώ.
«To RRF (Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) αποτελεί μία πρόκληση για το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι όμως και μία ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα να ανακάμψει από τη ζημιά που προκάλεσε η πανδημική κρίση και να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό που συσσωρεύθηκε κατά την οικονομική ύφεση της περασμένης δεκαετίας», αναφέρει ο κ. Ψάλτης.
Η αξιοποίηση των κονδυλίων συνολικού ύψους Ευρώ 30,2 δισ. από το RRF αποτελεί ένα εγχείρημα μετασχηματισμού για την ελληνική οικονομία που αποσκοπεί στην ενίσχυση της εξωστρέφειας, της βιωσιμότητας και της ψηφιακής μετάβασης σημειώνει στο άρθρο της η Handelsblatt, υπογραμμίζοντας τον κομβικό ρόλο των ελληνικών τραπεζών σε αυτό, καθώς το μεγάλο στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν αφορά στην υιοθέτηση μίας νέας προσέγγισης για τις χρηματοδοτήσεις, με γνώμονα την ορθολογική αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων και τη συνολική βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Ως προς αυτόν τον ουσιαστικό ρόλο του τραπεζικού συστήματος, ο CEO της Alpha Bank σημειώνει πως η ανάπτυξη «θα πρέπει βασίζεται όχι στην αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης, αλλά σε ένα νέο και σύγχρονο παραγωγικό υπόδειγμα με έμφαση στην καινοτομία και τη βιωσιμότητα».
Στην ίδια κατεύθυνση σχετικά με αυτήν ακριβώς την πρόκληση που συνιστά το RRF για την οικονομία και τις τράπεζες, κινείται και η τοποθέτηση του Jakob Suwalski, συμβούλου-αναλυτή του γερμανικού οίκου αξιολόγησης Scope, ο οποίος λέει στην Handelsblatt ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα εκταμιεύονται σύμφωνα με διαδικασία due diligence, ανάλογα με την πρόοδο των έργων, σημειώνοντας ότι για τον λόγο αυτό «οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να προ-χρηματοδοτούν τα περισσότερα από τα δάνεια της ΕΕ, αν όχι όλα, ή έστω να εγγυώνται για αυτά κατά τα στάδια της υλοποίησης των σχετικών έργων». Ο αναλυτής διαβλέπει «θετική τάση στις επιδόσεις των τραπεζών στην Ελλάδα, καθώς ήδη πριν από την πανδημία, αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής, σημειώθηκε αύξηση των χορηγήσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις», την οποία αποδίδει στα μέτρα στήριξης που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση και στην παροχή επαρκούς ρευστότητας από το ευρωσύστημα.
Η Handelsblatt υπογραμμίζει την εκτίμηση του CEO της Alpha Bank ότι «κατά την επόμενη πενταετία θα χορηγηθούν από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις καθαρές νέες πιστώσεις Ευρώ 33 δισ.», ενώ ο συντάκτης του άρθρου σημειώνει πως μία αντίστοιχη πιστωτική επέκταση δεν ήταν εφικτή τα προηγούμενα χρόνια, καθώς ο τραπεζικός τομέας της χώρας βίωσε έντονους κλυδωνισμούς, με χαρακτηριστικές αντιξοότητες την επιβολή των capital controls, την ανάγκη ανακεφαλαιοποιήσεων και τη συσσώρευση κόκκινων δανείων, που είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) τους σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παρ' όλα αυτά, «τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου στη μείωση των ΜΕΑ εξυγιαίνοντας τους ισολογισμούς τους», σημειώνει ο κ. Ψάλτης, προσθέτοντας ότι «τώρα οι τράπεζες εστιάζουν στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας και των υποδομών τους προκειμένου να επιτελέσουν τον ουσιαστικό τους ρόλο που δεν είναι άλλος από τη στήριξη της οικονομίας και των επιχειρήσεων».
«Αφήνουμε πίσω μας την "κληρονομιά" της υπερδεκαετούς κρίσης, δράττοντας την ευκαιρία να αλλάξουμε το οικονομικό και παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Η Alpha Bank είναι έτοιμη να πρωτοστατήσει σε αυτή την αλλαγή, συμβάλλοντας στην εθνική προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης των ελληνικών επιχειρήσεων και της Οικονομίας», καταλήγει ο κ. Ψάλτης.
Το μέλλον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων
Το άρθρο κάνει και μία επισκόπηση του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη που όντας «κατακερματισμένος» όσο κανένας άλλος στην Ευρώπη, διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από έναν μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αν και απασχολούν το 86% του εργατικού δυναμικού, παράγουν μόνο το 14% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με επίσημες αναλύσεις που επικαλείται το άρθρο, από τις περίπου 400.000 ΜμΕ, οι 300.000 δεν μπορούν να αξιώσουν πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση λόγω κακού πιστωτικού προφίλ ή υψηλού πρότερου δανεισμού.
Οι ελληνικές ΜμΕ πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που θα φέρει το RRF, σημειώνεται στο άρθρο, γεγονός που ενθαρρύνεται από τον κυβερνητικό προγραμματισμό με την προώθηση συγχωνεύσεων και εξαγορών, αποδοτικών συνεργιών, ειδικών φοροαπαλλαγών και επιδοτήσεων. Όπως αναφέρει στην εφημερίδα ο Αλέξης Πατέλης, Επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη: «Θέλουμε να βοηθήσουμε τις μικρές επιχειρήσεις ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν, να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους και τη δυναμική τους στον τομέα της καινοτομίας».