Το πιο ακριβό ίντερνετ στην Ε.Ε. έχει η Ελλάδα, όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της Eurostat, καθώς οι χρεώσεις την χρονιά της πανδημίας για τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες ήταν υψηλότερες κατά 73% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η ψαλίδα άνοιξε πολύ το 2020, καθώς το 2019 η διαφορά από το μέσο όρο της Ε.Ε. ήταν 63,1%.
Ειδικότερα η Ελλάδα είναι η ακριβότερη χώρα της Ε.Ε. και δεύτερη πιο ακριβή στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, με 173 μονάδες στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Τιμών στις τηλεπικοινωνίες. Βρίσκεται πίσω από την Νορβηγία που έχει 180.1 μονάδες. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως την χρονιά της πανδημίας, το Βέλγιο που βρίσκονταν στην κορυφή το 2019 υποχώρησε πλέον στην τρίτη θέση με 170.9 μονάδες.
Στην έκθεση Πισσαρίδη που είχε δημοσιευτεί πριν ένα χρόνο, αναφερόταν πως «παρά το ότι άμεσες συγκρίσεις δεν πάντα εφικτές, σε επίπεδο ευρύτερων ομάδων, αρκετά υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ28 είναι οι τιμές στην Ελλάδα για τις υπηρεσίες επικοινωνίας (κατά 63,1% το 2019)», με την τεράστια διαφορά που υπάρχει από τον μέσο όρο της να αποτελεί σαφή ένδειξη ότι στην αγορά των τηλεπικοινωνιών υπάρχουν και οι σοβαρότερες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.
Παράλληλα η έλλειψη ανταγωνισμού σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση δημιούργησε μια παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας επενδύσεων στο δίκτυο, με την Ελλάδα να έχει μείνει ουραγός στην Ευρώπη για την ανάπτυξη οπτικών ινών με λιγότερο από το 10% των νοικοκυριών να συνδέονται. Όπως αναφέρουν τα στοιχεία της έκθεσης New Fiber Market Panorama 2021 του IDATE, που δημοσιεύθηκε από το FTTH Council Europe, η Ελλάδα βρίσκεται στο τοπ 10 των χωρών που έχουν να διανύσουν την μεγαλύτερη απόσταση για να υπάρξει ένα πλήρες δίκτυο οπτικών ινών, με 3,99 εκατ. νοικοκυριά να απομένουν να αποκτήσουν δυνατότητα σύνδεσης.
Όπως τόνιζε τον Απρίλιο η έκθεση της Κομισιόν, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ανεπτυγμένα δίκτυα οπτικής ίνας. Είχε αναφέρει επίσης πως η Ελλάδα είχε αρχίσει επιτέλους το 2019 να επενδύει στην ανάπτυξη δικτύων οπτικής ίνας με την κάλυψη τους να είναι στο 7%, αντί του μηδενικού ποσοστού που είχε την περασμένη χρονιά, ωστόσο απέχει έτη φωτός από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 44%.
Όπως υπογράμμιζε η έκθεση της Κομισιόν, η μετάβαση σε πολύ γρήγορες συνδέσεις ίντερνετ στην Ελλάδα είναι πολύ πιο αργή σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη μέλη, και η χώρα μας βρισκόταν στην τελευταία θέση για το 2019 καθώς είχε πολύ μικρή κάλυψη στις υψηλές ταχύτητες, και η οπτική ίνα μπήκε με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Η αργή μετάβαση στα δίκτυα υψηλών ταχυτήτων και ο χαμηλός βαθμός διείσδυσης συνδέεται επίσης και με τις τιμές που παραμένουν σχετικά υψηλές σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Όπως αναφέρει η έκθεση DESI, στην Ελλάδα, οι τιμές των υψηλών ταχυτήτων είναι υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ οι τιμές για πακέτα συνδέσεων σε πιο χαμηλές ταχύτητες βρίσκονται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στην εποχή των αυξημένων απαιτήσεων δικτύου λόγω της πανδημίας, οι αναφορές των καταναλωτών για προβλήματα στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες ήταν το 2020 αυξημένες κατά 15,7%, με το ακριβό και αργό για τα δεδομένα της Ευρώπης ίντερνετ να λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγοντας για όσους σκέφτονται να μεταφέρουν σε άλλη χώρα τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες.
Παράλληλα και οι τιμές των πακέτων δεδομένων κινητής απέχουν παρασάγγας από το να είναι ικανοποιητικές. Σύμφωνα με έρευνα της Rewheel για λογαριασμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού, «ακόμα και αν εξαιρεθεί το τέλος κινητής τηλεφωνίας, τα συμβόλαια για ένα, δύο ή τρία gigabytes ήταν τα ακριβότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση».