Πολύ πιο γενναιόδωρη από την ισχύουσα, ιδιαίτερα για όσους θα ρυθμίζουν χρέη από κληρονομιές και φορολογικούς ελέγχους, είναι η νέα μόνιμη ρύθμιση οφειλών στην εφορία, που περιλαμβάνεται στο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο τέθηκε σε διαβούλευση χθες το βράδυ. Επιπλέον, καθιερώνεται νέο «μπόνους» για όσους εξυπηρετήσουν με συνέπεια τη ρύθμιση, το οποίο μπορεί να φθάνει στο ύψος μίας δόσης.
Ειδικότερα, με το άρθρο 32 του φορολογικού νομοσχεδίου τροποποιείται η ισχύουσα μόνιμη ρύθμιση οφειλών στην εφορία και, μεταξύ άλλων, διπλασιάζεται ο αριθμός των δόσεων, από 12 σε 24 και τίθεται ελάχιστο όριο 30 ευρώ για κάθε δόση για τα φυσικά πρόσωπα. Ειδικά για τα χρέη από φόρους κληρονομιάς, φορολογικούς ή τελωνειακούς ελέγχους και μη φορολογικές/τελωνειακές οφειλές (π.χ.: οφειλές από κλήσεις για παραβάσεις του ΚΟΚ) ο αριθμός των δόσεων μπορεί να φθάσει τις 48. Η νέα ρύθμιση θα ισχύσει για οφειλές που θα βεβαιώνονται από την 1η Ιανουαρίου 2020 και μετά.
Υπολογισμός δόσης για φυσικά πρόσωπα
Για τον προσδιορισμό του αριθμού των δόσεων, για τα φυσικά πρόσωπα θα λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος συνολικού εισοδήματος της τελευταίας τριετίας πριν την υπαγωγή στη ρύθμιση, ή το συνολικό εισόδημα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο από το μέσο εισόδημα της τριετίας.
Για να βρεθεί η δόση που μπορεί να «αντέξει» ο δανειολήπτης και να προσδιορισθεί ο αριθμός των δόσεων, το συνολικό εισόδημα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, ως εξής:
- από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%),
- από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή έξι τοις εκατό (6%),
- από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή οκτώ τοις εκατό (8%),
- από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%),
- από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή δώδεκα τοις εκατό (12%),
- από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%),
- από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%),
- πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
Ο συντελεστής αυτός μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη: κατά μία (1) εκατοστιαία μονάδα για ένα (1) τέκνο, κατά δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες για δύο (2) τέκνα και κατά τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες για τρία (3) τέκνα και άνω. Το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης, αναφέρει η διάταξη του υπ. Οικονομικών.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν είχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για κανένα από τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπόψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, ή έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα έτη αυτά, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
Τα νομικά πρόσωπα
Αντίστοιχα, για οφειλέτες νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, ο υπολογισμός γίνεται με βάση το μέσο όρο των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων των τριών τελευταίων ετών ή τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους, εφόσον αυτά είναι μεγαλύτερα.
Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, ως εξής:
Για ποσά εσόδων:
- από 0,01 ευρώ έως 1.000.000 ευρώ με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%),
- από 1.000.000,01 ευρώ έως 1.500.000 ευρώ με συντελεστή επτά τοις εκατό (7%),
- από 1.500.000,01 ευρώ και άνω με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).
Και σε αυτή την περίπτωση, το άθροισμα των γινομένων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές αναγόμενο σε μηνιαία βάση διαιρεί το ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής. Ο αριθμός των δόσεων προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης αυτής, υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης. Σε περίπτωση που για όλα τα φορολογικά έτη με βάση τα οποία καθορίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη έχουν υποβληθεί μηδενικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό του ποσού της ελάχιστης μηνιαίας δόσης.
Αν το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα έχει προβεί σε διακοπή εργασιών, ως συνολικό εισόδημα για τον υπολογισμό του αριθμού των δόσεων λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ακαθάριστο εισόδημα, του φορολογικού έτους διακοπής εργασιών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται χαμηλότερος συντελεστής για νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που ασκούν αποκλειστικά ή κυρίως ορισμένες δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη κάθε πρόσφορο στοιχείο σχετικά με τους συντελεστές κερδοφορίας των δραστηριοτήτων αυτών.
Ο αριθμός των δόσεων που καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση δεν μπορεί να είναι μικρότερος των είκοσι τεσσάρων (24), υπό τον περιορισμό του ελάχιστου ποσού μηνιαίας δόσης (30 ευρώ). Ο οφειλέτης μπορεί να επιλέξει την αποπληρωμή σε λιγότερες των είκοσι τεσσάρων (24) μηνιαίων δόσεων. Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης, επιτρέπεται, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων α’ και β’, η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση για δεύτερη φορά και για αριθμό δόσεων, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά το χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης.
Το ποσό προκαταβολής δηλώνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση και καταβάλλεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης. Οι υπόλοιπες δόσεις της ρύθμισης καταβάλλονται έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Οι τόκοι
Η εξυπηρέτηση των ρυθμίσεων θα επιβαρύνεται με τόκους, με επιτόκιο που θα αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων. Ειδικότερα, για οφειλές που ρυθμίζονται σε έως δώδεκα (12) δόσεις, ο τόκος υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της
Ελλάδος, πλέον είκοσι πέντε εκατοστών της εκατοστιαίας μονάδας (0,25%), ετησίως υπολογιζόμενο.
Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο προσαυξάνεται κατά μιάμιση εκατοστιαία μονάδα (1,5%). Ο ως άνω τόκος είναι ετησίως υπολογιζόμενος και παραμένει σταθερός καθ’ όλη τη διάρκεια της ρύθμισης. Σε περίπτωση απώλειας και υπαγωγής των ίδιων οφειλών στη ρύθμιση για δεύτερη φορά από τον ίδιο οφειλέτη, τα επιτόκια προσαυξάνονται κατά μιάμιση (1,5) ποσοστιαία μονάδα.
Σημειώνεται ότι στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία που κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ δύνανται να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή.
Το «μπόνους»
Για τους συνεπείς οφειλέτες προβλέπεται «μπόνους». Ειδικότερα, ορίζεται ότι οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των τόκων, οι οποίοι έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης.
Τελευταία ευκαιρία
Το υπ. Οικονομικών δίνει, εξάλλου, σε όσους έχουν χάσει ρυθμίσεις μια τελευταία ευκαιρία να εξυπηρετήσουν τις οφειλές τους. Προβλέπεται ότι οφειλές που είχαν υπαχθεί σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία έχει απολεσθεί μέχρι την 1.1.2020 δύνανται να ενταχθούν στη νέα ρύθμιση μόνο μία φορά. Ο αριθμός των δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά το χρόνο απώλειας της ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.