«Φρενάρει» τον δανεισμό το υπουργείο Οικονομικών, μετά τη χθεσινή νέα επιτυχή έξοδο στις αγορές, με την επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου, καθώς ο σχεδιασμός προβλέπει ότι το εμπροσθοβαρές πρόγραμμα δανεισμού για το 2021 οδεύει προς το τέλος του.
Παρά το φθηνό κόστος άντλησης κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές, ο δανεισμός διόγκωσε περαιτέρω το δημόσιο χρέος, που κινείται σε επίπεδα ρεκόρ και αναμένεται φέτος να ξεπεράσει σε απόλυτα μεγέθη τα 355 δισ. ευρώ ή το 205% του ΑΕΠ.
Από τις αρχές του έτους η Ελλάδα έχει «σηκώσει» 14,5 δισ. ευρώ από τις αγορές, που υπερκαλύπτουν το φετινό πρόγραμμα δανεισμού μαζί με τα 3,9 δισ. ευρώ των κονδυλίων που θα εισρεύσουν από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.
Σύμφωνα με αρμόδια στελέχη, με τα σημερινά δεδομένα και υπό την αίρεση της πανδημίας δεν υπάρχει ανάγκη από άλλες ενέσεις ρευστότητας, δεδομένου ότι η στάθμη της δεξαμενής των ταμειακών διαθεσίμων έχει ανέβει στα τα 34 δισ. ευρώ και τα οριζόντια μέτρα στήριξης αποσύρονται, συμπιέζοντας δραστικά τις κρατικές δαπάνες.
Το υπουργείο Οικονομικών, θέλοντας να προλάβει την έξοδο της Ε.Ε. την επόμενη εβδομάδα και άλλων οικονομιών του Νότου προχώρησε σε νέα κίνηση δανεισμού, ανοίγοντας το 10ετές ομόλογο που εκδόθηκε τον Ιανουάριο. Η ζήτηση ήταν πολύ ισχυρή καθώς οι προσφορές ξεπέρασαν τα 29 δισ. ευρώ, από τα οποία τελικά αντλήθηκαν 2,5 δισ. ευρώ με το τελικό επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 0,94%.
Η χθεσινή έκδοση είναι η τέταρτη κατά σειρά μέσα στο 2021, ενώ στο μεσοδιάστημα είχε προηγηθεί μία ανταλλαγή ομολόγων με τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, συνολικού ύψους 3 δισ. ευρώ. Η πρώτη έκδοση πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιανουαρίου με το 10ετές ομόλογο με ημερομηνία λήξης τον Ιανουάριο του 2031. Αντλήθηκαν 3,5 δισ. ευρώ, ενώ το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 0,807%. Η δεύτερη πραγματοποιήθηκε στις 17 Μαρτίου με την έκδοση 30ετούς ομολόγου. Το επιτόκιο ανήλθε στο 1,956% και η χώρα πήρε 2,5 δισ. ευρώ. Η τρίτη στις 5 Μαΐου με το 5ετές ομόλογο, από το οποίο αντλήθηκαν 3 δισ. ευρώ με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, μόλις 0,172%.
Οι φθηνές εκδόσεις των 27,5 δισ. ευρώ από το καλοκαίρι του 2019 μέχρι σήμερα δεν δημιουργούν πρόβλημα στη βιωσιμότητα του χρέους, ωστόσο το υψηλό χρέος δεν παύει να εγκυμονεί κινδύνους, καθώς η εξυπηρέτηση του απορροφά σημαντικούς και πολύτιμους πόρους, περιορίζοντας τα περιθώρια δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την τόνωση της ανάπτυξης και των εισοδημάτων είτε μέσω ενισχύσεων είτε μέσω περιορισμού του φορολογικού βάρους.
Επισημαίνεται ότι μετά το 2030 ξεκινά μια περίοδος αυξημένων χρηματοδοτικών αναγκών, που συνδέονται με την έναρξη αποπληρωμής δανείων, τα οποία δόθηκαν την περίοδο των μνημονίων. Έτσι, αυξάνεται ο κίνδυνος υπέρβασης του ορίου του 15% του ΑΕΠ ως το 2030, που θεωρείται «κομβικό» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους.
Το βασικό σενάριο ανάλυσης της βιωσιμότητας από την Κομισιόν προβλέπει ότι το χρέος αναμένεται να φθάσει το 169% του ΑΕΠ έως το τέλος της δεκαετίας και να μειωθεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2047, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα αξιοποιήσει πλήρως τους πόρους και τα δάνεια από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης που θα αλλάξουν το λόγο χρέους προς ΑΕΠ.