Σε κλοιό απαγορεύσεων και αυξημένης επιτήρησης θέτει η κυβέρνηση τις απεργίες με τις αναθεωρημένες διατάξεις του νομοσχεδίου «για την προστασία της εργασίας» που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, με το οποίο θα καθιερωθεί και ένα αυστηρότερο πλαίσιο για επιβολή κυρώσεων σε συνδικαλιστές και οργανώσεις για αδικοπραξίες που σχετίζονται με απεργιακές κινητοποιήσεις.
Το νομοσχέδιο του Κ. Χατζηδάκη κατατέθηκε με ορισμένες αλλαγές μετά τη δημόσια διαβούλευση και αναμένεται να αποτελέσει πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης της κυβέρνησης με την αξιωματική αντιπολίτευση και τα συνδικάτα, που έχουν προγραμματίσει απεργιακές κινητοποιήσεις.
Οι προτεινόμενες διατάξεις του νομοσχεδίου που άπτονται του συλλογικού εργατικού δικαίου περιλαμβάνουν μια σημαντική αλλαγή, στόχος της οποίας είναι να κλείσουν εντελώς τα «παράθυρα» για τη συνέχιση κινητοποιήσεων που κρίνονται παράνομες από τη Δικαιοσύνη.
Ειδικότερα, προβλέπεται η απαγόρευση παράνομης απεργίας: ορίζεται ότι, εάν κριθεί παράνομη απεργία ή στάση εργασίας που έχει κηρυχθεί από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, δεν επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση για το ίδιο θέμα.
Στόχος αυτής της ρύθμισης είναι να δοθεί τέλος σε μια πρακτική που ακολουθείται παγίως από συνδικαλιστικά σωματεία. Καθώς οι απεργίες κατά κανόνα κρίνονται παράνομες από τα δικαστήρια για τυπικούς λόγους, επαναπροκηρύσσονται («δίνεται κάλυψη») από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις, ώστε να μπορούν να διεξαχθούν παρά την αρχική απαγόρευσή τους.
Πάντως, εργατολόγοι υποστηρίζουν ότι η νέα διάταξη περιορίζει σοβαρά τη συλλογική ελευθερία. Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο εργατολόγος, Διονύσης Τεμπονέρας, «με τις νέες διατάξεις περιορίζεται αισθητά η συλλογική ελευθερία και μάλιστα σε υπερκείμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις, που συχνά αναγκάζονται στα πλαίσια αγωνιστικών κινητοποιήσεων να “καλύψουν” τις απεργίες, αφού το 90% των απεργιακών κινητοποιήσεων που φτάνουν στα δικαστήρια, κρίνονται παράνομές ή καταχρηστικές».
Ο ίδιος σημειώνει ότι «η νέα ρύθμιση δεν αφορά στις περιπτώσεις που μια απεργία κηρύσσεται καταχρηστική από τα δικαστήρια. Παράνομη, κηρύσσεται μια απεργία μόνο όταν δεν τηρούνται οι διατυπώσεις του νόμου (δηλαδή προθεσμίες κ.α.). Αντίθετα ως καταχρηστικές απεργίες συχνά αντιμετωπίζονται εκείνες οι απεργίες που έχουν ταυτόσημα ή συναφή αιτήματα ιδίως, όταν προκηρύσσονται από δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια σωματεία».
Σε ό,τι αφορά τη δράση των συνδικαλιστών, με τις προτεινόμενες διατάξεις του νομοσχεδίου καθιερώνεται ειδικό καθεστώς αστικής ευθύνης των συνδικαλιστών. Προστίθεται διάταξη σύμφωνα με την οποία τόσο οι συνδικαλιστές που πραγματοποιούν καταλήψεις, αποκλεισμούς, ή ασκούν βία, εμποδίζοντας τους εργαζόμενους που δεν συμμετέχουν στην απεργία να εργαστούν, όσο και η συνδικαλιστική τους οργάνωση, θα έχουν αστική ευθύνη.
Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούν να ασκηθούν εις βάρος τους από την επιχείρηση αγωγές αποζημίωσης, που θα λειτουργούν στην πράξη σαν ένας μηχανισμός επιβολής «προστίμων». Πάντως, με τη νέα διάταξη ορίζεται σαφώς ότι η ευθύνη δεν βαραίνει το σύνολο των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου, αλλά μόνο εκείνους που προβαίνουν σε αυτές τις πράξεις.
Ασκώντας κριτική σε αυτή τη διάταξη, ο κ. Τεμπονέρας αναφέρει ότι «η κυβέρνηση επιχειρεί την τρομοκράτηση των εργαζομένων, ενώ γνωρίζει ότι υπάρχει ήδη νομικό πλαίσιο που αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις αυτές και επιφέρει και αστικές και ποινικές κυρώσεις. Η ευθεία διάταξη που εισάγεται εφεξής, θα οδηγήσει σε ένα ανελέητο “κυνηγητό” κατά των συνδικαλιστών που θα ευθύνονται πλέον για ότι συμβεί στις επιχειρήσεις και με την ατομική τους περιουσία για γεγονότα που πολύ συχνά, είναι εκτός της σφαίρας ευθύνης τους».
Τέλος, με άλλη διάταξη του νομοσχεδίου, που έχει τροποποιηθεί ελαφρώς μετά τη δημόσια διαβούλευση, λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι απεργιακές κινητοποιήσεις στην κοινή ωφέλεια (ρεύμα, μεταφορές κ.α.) να μην προκαλούν σοβαρές διαταραχές εις βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Ειδικότερα, προβλέπεται ποσοστό εγγυημένης υπηρεσίας κατά τη διάρκεια απεργιών στην κοινή ωφέλεια, το οποίο ορίζεται κατ’ αρχήν σε 33%. Δηλαδή, τουλάχιστον το ένα τρίτο του προσωπικού θα πρέπει να εργάζεται στη διάρκεια κάθε απεργιακής κινητοποίησης, για να διασφαλίζεται η ελάχιστη παροχή υπηρεσιών.
Μετά από την κριτική που ασκήθηκε ότι το ποσοστό είναι υπερβολικά υψηλό, το υπουργείο Εργασίας αναθεώρησε τη διάταξη και πλέον αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να ορισθεί διαφορετικά (χαμηλότερο) ποσοστό, με ΚΥΑ που εκδίδουν ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός, κατόπιν τεκμηριωμένου αιτήματος ή συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων. Σε περίπτωση που δεν επέλθει η συμφωνία για το προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, η διαφορά παραπέμπεται στη μεσολάβηση του ΟΜΕΔ.