Δικαστικές διαδικασίες και εντελώς αναποτελεσματικές πρακτικές στις μεταβιβάσεις ακινήτων... σκοτώνουν την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, όπως φαίνεται από τη βαθμολόγηση της χώρας από την Παγκόσμια Τράπεζα, στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης Doing Business, όπου η Ελλάδα παραμένει σε πολύ χαμηλή θέση (79η), παρότι υποτίθεται ότι έχουν εφαρμοσθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Οι αναλυτές του ΣΕΒ, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, υπογραμμίζουν ότι «ίσως έχει έρθει, πλέον, η ώρα να αναγνωρίσουμε ότι το θεσμικό μας πλαίσιο, ιδίως όσον αφορά στη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας, την απονομή δικαιοσύνης και το πτωχευτικό δίκαιο, απαιτεί μια σημαντική αναβάθμιση».
Και προχωρούν σε έναν υπολογισμό που εντυπωσιάζει, εξηγώντας πώς θα μπορούσε η Ελλάδα να κερδίσει 28 θέσεις στην κλίμακα του Doing Business: «εάν ευθυγραμμισθούν», λένε, «ορισμένες παράμετροι με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (για παράδειγμα, ο αριθμός των διαδικασιών στη μεταγραφή ακινήτων να γίνουν 4,8 από 11 σήμερα, ο χρόνος απονομής δικαιοσύνης να μειωθεί σε 584 ημέρες από 1711 σήμερα, και το ποσοστό ανάκτησης υπέρ των πιστωτών να αυξηθεί σε 68,3 σεντς στο δολάριο από 32 σήμερα) τότε η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί στην 51η θέση από την 79η θέση σήμερα»!
Τα στοιχεία από αυτούς τους τρεις τομείς, όπως καταγράφονται από την εμβληματική έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι αποκαρδιωτικά:
- Μεταγραφή ακίνητης περιουσίας (Ελλάδα: 156η σε 190 χώρες με βαθμολογία 46,9/100): Απαιτούνται 11 διαδικασίες και 26 ημέρες (δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα την τελευταία 10ετία), με το κόστος να διαμορφώνεται σε 4,8% της αξίας του ακινήτου (σταθερό τα τελευταία 4-5 χρόνια). Αντίθετα, απαιτούνται 4,8 διαδικασίες στον ΟΟΣΑ και μία σε πολλές χώρες και παίρνει 23,5 ημέρες στον ΟΟΣΑ και μία σε πολλές χώρες, ενώ το κόστος ανέρχεται σε 4,2% της αξίας του ακινήτου στον ΟΟΣΑ και είναι μηδενικό σε πολλές χώρες. Συνολικά, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τραγική, σημειώνει ο ΣΕΒ και συνδέεται με την έλλειψη λειτουργικού και καθολικού κτηματολογίου, καθώς και με τη χαώδη κατάσταση που επικρατεί στις πολεοδομίες και τα υποθηκοφυλακεία.
- Τήρηση συμβολαίων (Ελλάδα: 146η σε 190 χώρες με βαθμολογία 48,1/100): Ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας σε μια εμπορική διαμάχη μέσω πρωτοδικείου (αφορά σε υποθέσεις όπου το ποσό της διαφοράς ανέρχεται σε 200% του κατά κεφαλήν εισοδήματος ή USD 5.000, όποιο είναι υψηλότερο) ανέρχεται σε 1711 ημέρες (583,6 ημέρες στον ΟΟΣΑ, 164 στη Σιγκαπούρη και 1785 ημέρες στη Γουινέα - Μπισσάου). Ο χρόνος που απαιτείται για απαίτηση πληρωμής μέσω εξώδικου, για τη διαμόρφωση του φακέλου προς κατάθεση αγωγής και για την παράδοση των εγγράφων ανέρχεται σε 60 ημέρες (36,3 ημέρες στον ΟΟΣΑ και 6 ημέρες στη Σιγκαπούρη). Ο χρόνος που απαιτείται για διαδικασίες και ακροάσεις πριν τη δίκη, για τη διενέργεια της δίκης, για την καθαρογραφή της απόφασης, περιλαμβανομένου και του χρονικού ορίου για την υποβολή έφεσης, ανέρχεται σε 1400 ημέρες (414,5 ημέρες στον ΟΟΣΑ, 90 ημέρες σε πολλές χώρες και 1420 ημέρες στο Αφγανιστάν). Ο χρόνος που απαιτείται για την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, περιλαμβανομένης και της διαδικασίας πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων για την ικανοποίηση του ενάγοντος ανέρχεται σε 251 ημέρες (132,8 ημέρες στον ΟΟΣΑ). Το κόστος όλης της διαδικασίας (δικηγόροι, δικαστήριο, και κόστος εκτέλεσης δικαστικής απόφασης) ανέρχεται σε 22,4% της απαίτησης (21,9% στον ΟΟΣΑ). Συνολικά, ο χρόνος που απαιτείται για την απονομή δικαιοσύνης είναι σχεδόν τριπλάσιος του μέσου όρου και πολλαπλάσιος της άριστης πρακτικής, το κόστος προσφυγής στη δικαιοσύνη είναι ελαφρά υψηλότερο, αν και γι’ αυτό ευθύνεται το κόστος εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ενώ τα δικηγορικά έξοδα είναι χαμηλότερα και τα παράβολα των δικαστηρίων είναι περίπου τα ίδια. Τέλος, η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας είναι υψηλότερη του μέσου όρου, αλλά αρκετά χαμηλότερη της άριστης πρακτικής, με την υστέρηση να εντοπίζεται περισσότερο στη διάρθρωση των δικαστηρίων και στην αυτοματοποίηση των διαδικασιών και λιγότερο στη διαχείριση της υπόθεσης και στους εξωδικαστικούς μηχανισμούς. Τα τελευταία χρόνια, δεν φαίνεται να αλλάζει τίποτα στο χρόνο απονομής δικαιοσύνης, αν και διαχρονικά εμφανίζεται μια αύξηση των kαθυστερήσεων από 1000 περίπου ημέρες στην αρχική φάση της οικονομικής κρίσης 2009-2011, σε 1580 ημέρες το 2014-2015 και 1711 ημέρες από το 2016 και μετά. Διαχρονικά, επίσης, η ποιότητα/ αποτελεσματικότητα παραμένει σταθερή από το 2015 και μετά (δεν υπάρχουν υπολογισμοί για πριν), με ελαφρά μόνο βελτίωση σε σχέση με τον περασμένο χρόνο στον τομέα της διαχείρισης των υποθέσεων στα δικαστήρια.
- Διαχείριση πτώχευσης (Ελλάδα: 72η σε 190 χώρες με βαθμολογία 53,1/100): Το αποτέλεσμα της διαδικασίας πτώχευσης (0 για τμηματική πώληση περιουσιακών στοιχείων, 1 για πώληση ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα) διαμορφώνεται σε 0 για την Ελλάδα και 0,8 για τον ΟΟΣΑ με 1 για πολλές χώρες, στοιχεία που δείχνουν τη σχετική αναποτελεσματικότητα της διαδικασίας να διαφυλαχθούν αξίες, θέσεις εργασίας, κλπ. στην περίπτωση της Ελλάδας. Ο χρόνος της διαδικασίας πτώχευσης ανέρχεται σε 3,5 χρόνια στην Ελλάδα έναντι 1,8 χρόνια στον ΟΟΣΑ και 0,4 χρόνια στην Ιρλανδία. Το κόστος της διαδικασίας πτώχευσης, ως ποσοστό της αξίας του περιουσιακού στοιχείου, είναι 9% στην Ελλάδα έναντι 9,7% στον ΟΟΣΑ, 1% στη Νορβηγία και 76% στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Το ποσοστό ανάκτησης υπέρ των πιστωτών υπολογίζεται σε 32 σεντς στο δολάριο στην Ελλάδα, έναντι 68,3 στον ΟΟΣΑ, και 92,8 στην Ιαπωνία (περιοχή Οσάκας). Συνολικά, λοιπόν, η διαχείριση πτώχευσης απαιτεί μεγάλες βελτιώσεις καθώς το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι καταστροφικό (διαλύεται η εταιρία ουσιαστικά), ο χρόνος που απαιτείται είναι διπλάσιος του μέσου όρου και πολλαπλάσιος της άριστης πρακτικής, το ποσοστό ανάκτησης των χρημάτων των πιστωτών είναι κάτω από το μισό του μέσου όρου. Διαχρονικά στοιχεία δείχνουν ότι με την έναρξη της οικονομικής κρίσης, αυξήθηκε ο χρόνος διάρκειας της πτωχευτικής διαδικασίας από 2 σε 3,5 χρόνια. Ταυτόχρονα, το ποσοστό ανάκτησης των χρημάτων των πιστωτών, από περίπου 45 σεντς στο δολάριο πριν την κρίση, μειώνεται σταδιακά σε 35 σεντς στο δολάριο το 2015-2016 και σε 32 σεντς στο δολάριο σήμερα. Επίσης, στους δείκτες ποιότητας, υπάρχει κάποια ελαφρά βελτίωση μέχρι το 2012. Έκτοτε, υπάρχει στασιμότητα, με τις όποιες βελτιώσεις εντοπίζονται μόνο στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των χρεωστών.