Γενικές κατευθυντήριες γραμμές για την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής κατά την προσεχή περίοδο εξέδωσε σήμερα με ανακοίνωσή της προς τα κράτη-μέλη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σε αυτήν τονίζεται ότι «απαιτούνται αξιόπιστες δημοσιονομικές πολιτικές που αντιμετωπίζουν τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού και στηρίζουν την ανάκαμψη, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα».
Η ανακοίνωση διευκρινίζει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει ευέλικτη και να προσαρμόζεται στην εξελισσόμενη κατάσταση. Προειδοποιεί για τους κινδύνους που συνεπάγεται μια πρόωρη απόσυρση της δημοσιονομικής στήριξης, η οποία θα πρέπει να διατηρηθεί το τρέχον και το επόμενο έτος. Προβλέπει ότι μόλις μειωθούν οι κίνδυνοι για την υγεία, τα δημοσιονομικά μέτρα θα πρέπει σταδιακά να εστιάζουν σε πιο στοχευμένα και μακρόπνοα μέτρα που προωθούν μια ανθεκτική και διατηρήσιμη ανάκαμψη, καθώς και ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τέλος, οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ένταση της ανάκαμψης και τα ζητήματα δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Οι παρούσες κατευθυντήριες γραμμές θα διευκολύνουν τα κράτη μέλη στην κατάρτιση των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης, τα οποία θα πρέπει να υποβληθούν στην Επιτροπή τον Απρίλιο του 2021. Οι κατευθυντήριες γραμμές θα αναλυθούν λεπτομερέστερα στην εαρινή δέσμη του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου της Επιτροπής.
Η Επιτροπή πρότεινε την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής τον Μάρτιο του 2020 ως μέρος της στρατηγικής της για ταχεία, αποφασιστική και συντονισμένη αντίδραση στην πανδημία του κορονοϊού. Η ρήτρα επέτρεψε στα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την κατάλληλη αντιμετώπιση της κρίσης, παρεκκλίνοντας από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις που θα ίσχυαν κανονικά στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου.
Στην ανακοίνωση εκτίθενται οι προβληματισμοί της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ληφθεί στο μέλλον απόφαση για την απενεργοποίηση της ρήτρας ή τη συνέχιση της ενεργοποίησής της για το 2022.
Το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ ή στη ζώνη του ευρώ σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα (τέλος του 2019) θα αποτελούσε το βασικό ποσοτικό κριτήριο για να προβεί η Επιτροπή στη συνολική αξιολόγηση της απενεργοποίησης ή της συνέχισης της εφαρμογής της γενικής ρήτρας διαφυγής. Ως εκ τούτου, από τις τρέχουσες προκαταρκτικές ενδείξεις συνάγεται η συνέχιση της εφαρμογής της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2022 και η απενεργοποίησή της από το 2023.
Μετά από διάλογο μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την απενεργοποίηση ή τη συνεχή ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής με βάση τις εαρινές προβλέψεις του 2021, οι οποίες θα δημοσιευθούν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου.
Οι ειδικές ανά χώρα καταστάσεις θα εξακολουθήσουν να λαμβάνονται υπόψη μετά την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής. Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν έχει ανακάμψει στο προ της κρίσης επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας, θα αξιοποιούνται πλήρως όλες οι υφιστάμενες δυνατότητες ευελιξίας στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ιδίως όταν προτείνονται κατευθυντήριες γραμμές δημοσιονομικής πολιτικής.
Ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα διαδραματίσει καίριο ρόλο βοηθώντας την Ευρώπη να ανακάμψει από τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας, ενώ θα συμβάλει στο να καταστούν οι οικονομίες και οι κοινωνίες της ΕΕ πιο ανθεκτικές και θα διασφαλίσει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
Ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα διαθέσει 312,5 δισ. ευρώ υπό μορφή επιχορηγήσεων και έως 360 δισ. ευρώ υπό μορφή δανείων στα κράτη μέλη για τη στήριξη της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Με τον τρόπο αυτό θα παράσχει σημαντική δημοσιονομική ώθηση και θα συμβάλει στον μετριασμό του κινδύνου αποκλίσεων στη ζώνη του ευρώ και στην ΕΕ.
Η εφαρμογή του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές. Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα δώσουν σημαντική ώθηση στην οικονομία κατά τα προσεχή έτη, χωρίς να αυξάνουν τα εθνικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Θα παρακινηθούν επίσης τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τον φιλοαναπτυξιακό χαρακτήρα των δημοσιονομικών πολιτικών τους. Οι δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα πρέπει να προστεθούν στα υφιστάμενα επίπεδα δημόσιων επενδύσεων. Μόνο εάν ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας χρηματοδοτεί πρόσθετες παραγωγικές και υψηλής ποιότητας επενδύσεις, θα συμβάλει στην ανάκαμψη και την τόνωση της δυνητικής ανάπτυξης, ιδίως όταν συνδυάζεται με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις.
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη μοναδική ευκαιρία που παρέχει ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης, την προώθηση υψηλότερης δυνητικής ανάπτυξης και τη βελτίωση των υποκείμενων δημοσιονομικών τους θέσεων μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος για μια Οικονομία στην Υπηρεσία των Ανθρώπων Βάλντις Ντομπρόβσκις δήλωσε τα εξής: «Υπάρχει ελπίδα στον ορίζοντα για την οικονομία της ΕΕ, αλλά προς το παρόν η πανδημία εξακολουθεί να πλήττει τα μέσα βιοπορισμού των ανθρώπων και την ευρύτερη οικονομία. Για να μετριαστεί αυτός ο αντίκτυπος και να προωθηθεί μια ανθεκτική και βιώσιμη ανάκαμψη, το σαφές μας μήνυμα είναι ότι η δημοσιονομική στήριξη θα πρέπει να συνεχιστεί για όσο διάστημα χρειάζεται. Με βάση τις τρέχουσες ενδείξεις, η γενική ρήτρα διαφυγής θα παραμείνει ενεργή το 2022 και θα απενεργοποιηθεί το 2023. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αξιοποιήσουν στο έπακρο τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ο οποίος τους παρέχει μια μοναδική ευκαιρία να στηρίξουν την οικονομία τους χωρίς να επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά τους. Τα έγκαιρα, προσωρινά και στοχοθετημένα μέτρα θα επιτρέψουν την ομαλή επιστροφή σε βιώσιμους προϋπολογισμούς μεσοπρόθεσμα.»
Ο Επίτροπος Οικονομίας Πάολο Τζεντιλόνι δήλωσε μεταξύ άλλων: «Ένα χρόνο μετά, η μάχη κατά της νόσου COVID-19 δεν έχει ακόμη κερδηθεί και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι δεν επαναλαμβάνουμε τα λάθη που κάναμε πριν από μια δεκαετία αποσύροντας την υποστήριξή μας πολύ νωρίς. Για το 2022, είναι σαφές ότι η δημοσιονομική στήριξη θα εξακολουθήσει να είναι αναγκαία: καλύτερα να αποκλίνουμε κάνοντας υπερβολικά πολλά παρά πολύ λίγα. Ταυτόχρονα, οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με τον ρυθμό ανάκαμψης κάθε χώρας και την υποκείμενη δημοσιονομική της κατάσταση. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι, καθώς η χρηματοδότηση από το Next Generation EU αρχίζει να ρέει, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν τη διατήρηση και ενίσχυση των επενδυτικών δαπανών μέσω επιχορηγήσεων της ΕΕ.»