Δεν μπορεί να διαγραφεί το δημόσιο χρέος που διακρατεί η ΕΚΤ και απέκτησε από την αγορά κρατικών ομολόγων μέσω των πράξεων άσκησης νομισματικής πολιτικής τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως μια τέτοια διαγραφή θα ισοδυναμούσε με νομισματική χρηματοδότηση, η οποία όμως απαγορεύεται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το καταστατικό της ΕΚΤ. «Ακόμα και αν επιτρεπόταν η διαγραφή του χρέους που διακρατεί η ΕΚΤ, αυτό δεν θα έλυνε αυτομάτως το πρόβλημα, εφόσον δεν θεραπευτούν οι συνθήκες που οδηγούν σε υψηλό δημόσιο χρέος» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο να υπάρξουν αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας, ο διοικητής της ΤτΕ εκτιμά ότι «έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την αλλαγή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας, με στόχο να γίνουν πιο απλοί, κατανοητοί, μετρήσιμοι και ρεαλιστικοί».
Ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει ακόμα οι τράπεζες έχουν κάθε συμφέρον να προχωρούν, και πράγματι προχωρούν, σε ρύθμιση των χρεών των βιώσιμων επιχειρήσεων, και μάλιστα ενθαρρύνονται από τις εποπτικές αρχές να το κάνουν. Ωστόσο, στην περίπτωση των οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων, αυτές θα πρέπει να αφεθούν να κλείσουν, υπογραμμίζει.
Για τις βιώσιμες επιχειρήσεις και την στήριξη τους, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υπογραμμίζει πως «οι τράπεζες έχουν κάθε συμφέρον να προχωρούν, και πράγματι προχωρούν, σε ρύθμιση των χρεών τους, και μάλιστα ενθαρρύνονται από τις εποπτικές αρχές».
Όταν όμως οι επιχειρήσεις είναι μη βιώσιμες τότε «αυτές θα πρέπει να αφεθούν να κλείσουν», αναφέρει ο κ. Στουρνάρας και τονίζει πως είναι σημαντικό να υπάρξει κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζομένους των εν λόγω επιχειρήσεων μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων στήριξης. «Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων ενέχει δημοσιονομικους κινδύνους, που θα επηρεάσουν την επιστροφή της χώρας στη δημοσιονομική σταθερότητα».