Την ετοιμότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προσφέρει στήριξη στην οικονομία υπογραμμίζει η Κριστίν Λαγκάρντ, προειδοποιώντας ότι η εξέλιξη της πανδημίας δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους. Αναλυτές εκτιμούν ότι η επόμενη κίνηση της ΕΚΤ θα είναι να απελευθερώσει ακόμη περισσότερη ρευστότητα προς τις τράπεζες, με στόχο να κινηθεί καλύτερα ο μηχανισμός της παροχής δανείων στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ ήδη το ποσό που έχει χορηγήσει μέσα από αυτό το κανάλι πλησιάζει τα 1,8 τρισ. ευρώ.
Μιλώντας χθες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Κρ. Λαγκάρντ φάνηκε να συμμερίζεται τις ανησυχίες των οικονομικών αναλυτών για την επίδραση της πανδημίας και των καθυστερήσεων στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα εμβολιασμών στην οικονομία, ενώ ήταν αρκετά έντονες οι παραινέσεις της προς τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν να στηρίζουν την οικονομία με δημοσιονομικά μέτρα.
«Η νέα αύξηση των κρουσμάτων Covid-19, οι μεταλλάξεις στον ιό και τα αυστηρά μέτρα περιορισμού αποτελούν σημαντικό καθοδικό κίνδυνο για την οικονομική δραστηριότητα της ευρωζώνης», τόνισε και πρόσθεσε: «Παραμένει ζωτικής σημασίας η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική να συνεχίσουν να λειτουργούν χέρι-χέρι. Η δημοσιονομική πολιτική -τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο- παραμένει ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης».
Ενώ αναγνώρισε ότι οι προοπτικές παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες, η πρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε ότι η έναρξη εκστρατειών εμβολιασμού σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ «παρέχει το πολυαναμενόμενο φως στο τέλος του τούνελ. Όταν αρθούν τα μέτρα περιορισμού και υποχωρήσει η αβεβαιότητα, αναμένουμε ότι η ανάκαμψη θα υποστηριχθεί από ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές και ανάκαμψη της ζήτησης».
Έδωσε, επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση μιας κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης: «Εάν θέλουμε να προετοιμάσουμε το έδαφος για βιώσιμη ανάκαμψη, πρέπει να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε την κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση που αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματική πέρυσι. Η ΕΚΤ δεσμεύεται να κάνει το καθήκον της, στο πλαίσιο της εντολής της», υπογράμμισε.
Οι επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ
Οι αναλυτές προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν τις προθέσεις των κεντρικών τραπεζιτών για νέες παρεμβάσεις στήριξης της οικονομίας, καθώς ήδη η κεντρική τράπεζα έχει κάνει εκτεταμένη χρήση του «οπλοστασίου» της νομισματικής πολιτικής και τα περιθώρια σημαντικών παρεμβάσεων έχουν περιορισθεί αισθητά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης χρηματοπιστωτικών συνθηκών που καταρτίζει το Bloomberg για την ευρωζώνη υποδεικνύει πως οι συνθήκες είναι πιο χαλαρές από κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία της ΕΚΤ, ακόμη και από το 2015, όταν ο Μ. Ντράγκι έδινε «μάχη» για τη διατήρηση της συνοχής της ευρωζώνης, στον απόηχο της ιστορικής δήλωσης «θα κάνουμε ό,τι χρειασθεί για να σωθεί το ευρώ».
Η Κρ. Λαγκάρντ, στη χθεσινή της τοποθέτηση στο Ευρωκοινοβούλιο τόνισε ότι στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον είναι θεμελιώδες να διατηρηθεί η διευκολυντική νομισματική πολιτική, ώστε οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες να είναι ευνοϊκές για μια βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη. Επισήμανε επίσης ότι, για την ΕΚΤ, είναι κρίσιμης σημασίες η δέσμευση που έχει αναλάβει να διατηρηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη και να ενθαρρυνθούν η κατανάλωση και οι επενδύσεις.
Τι μπορεί, όμως, να κάνει η ΕΚΤ για να επιτύχει αυτούς τους στόχους; Αναλυτές εκτιμούν ότι από τα δύο βασικά εργαλεία που διαθέτει, το μεγάλο πρόγραμμα για τις αγορές ομολόγων και το πρόγραμμα παροχής μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης στις τράπεζες, το δεύτερο συγκεντρώνει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αξιοποιηθεί για να υποστηριχθεί η οικονομία της ευρωζώνης. Το πρόγραμμα για την αγορά ομολόγων την περίοδο της πανδημίας (PEPP) επιτελεί ήδη πολύ ικανοποιητικά το σκοπό του, επιτρέποντας ακόμη και σε οικονομίες με υψηλό χρέος (Ιταλία, Ελλάδα) να δανείζονται από την αγορά με πολύ χαμηλό κόστος.
Αντίθετα, σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα παροχής ρευστότητας με αρνητικά επιτόκια (PELTRO) εκτιμάται ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτιωτικών παρεμβάσεων. Όπως τονίζουν οι αναλυτές του Bloomberg, ενώ οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι πολύ χαλαρές, οι τράπεζες αποτυγχάνουν να περάσουν τα χαμηλά κόστη της δικής τους χρηματοδότησης στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, με αποτέλεσμα να έχει υποστεί πλήγμα η προσφορά και η ζήτηση δανείων.
«Το καλύτερο μέσο που έχει η ΕΚΤ για να δώσει περισσότερα κίνητρα στις τράπεζες να δανείζουν είναι το πρόγραμμα δανεισμού για πιο μακροπρόθεσμες περιόδους και το διοικητικό συμβούλιο είναι πιθανό να υποχρεωθεί όλο και περισσότερο να εστιάσει σε αυτό το εργαλείο πολιτικής ειδικά αν η ζήτηση παραμείνει αδύναμη, όσο θα ανακάμπτει η οικονομία», τονίζουν οι αναλυτές του πρακτορείου.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι οι τράπεζες, ύστερα από αρκετούς μήνες συνεχούς αύξησης της ρευστότητας που αντλούσαν από το PELTRO, άρχισαν να μειώνουν, έστω και οριακά, τη χρηματοδότησή τους, ενδεχομένως επειδή δυσκολεύονται να βρουν τρόπους να την αξιοποιήσουν. Στη λογιστική κατάσταση Φεβρουαρίου της ΕΚΤ οι συνολικές χορηγήσεις εμφανίζονται μειωμένες κατά 86 εκατ., στα 1.792.488 εκατ. ευρώ, ενώ τον Ιανουάριο καταγράφηκε αύξηση περίπου κατά 37 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν αντλήσει περίπου 40 δισ. ευρώ.
Ο γρίφος που πρέπει να λύσουν τώρα οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι ποιες αλλαγές πρέπει κάνουν σε αυτό το χρηματοδοτικό πρόγραμμα για να πετύχουν όχι μόνο την αύξηση της ζήτησης χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες, αλλά και την αύξηση των δανείων που χορηγούν στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.