Με ταχείς ρυθμούς αυξάνεται το κόστος δανεισμού και στη χώρα μας, μετά την άνοδο των ευρωπαϊκών επιτοκίων κατά 1,25% μέσα σε λίγους μήνες. Στα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου έχει ήδη αφομοιωθεί ένα μέρος της αύξησης, ενώ μηδενικές είναι προς το παρόν οι αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων.
Υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή αναφέρει στο BD ότι η πρώτη αύξηση στο επιτόκιο των νέων στεγαστικών δανείων με σταθερό επιτόκιο έγινε τον Μάιο κατά 40 μονάδες βάσης, ενώ εντός Σεπτεμβρίου η συστημική τράπεζα θα προχωρήσει και σε δεύτερη αύξηση κατά 40-50 μονάδες βάσης. Η πρώτη αύξηση δεν αποθάρρυνε τους δανειολήπτες να προτιμούν τα δάνεια σταθερού επιτοκίου, αναφέρει η ίδια πηγή, ωστόσο η δεύτερη αύξηση αναμένεται να καταστήσει αυτή την κατηγορία στεγαστικών δανείων μη ελκυστική, εκτιμά η ίδια πηγή.
«Το κόστος των δανείων σταθερού επιτοκίου αυξάνεται συνεχώς για την τράπεζα που πρέπει να “κλειδώσει” τα επιτόκια δανεισμού της», εξηγεί, τονίζοντας ότι ακόμη και με αυτές τις αυξήσεις η τράπεζα δεν μεταφέρει πλήρως το αυξανόμενο κόστος στους δανειολήπτες. «Για να μην επιβαρυνθούν οι τράπεζες στην παρούσα συγκυρία, θα έπρεπε να αυξήσουν τα επιτόκια κατά μία ποσοστιαία μονάδα -κάτι βέβαια που δεν σκοπεύουμε να κάνουμε», διαβεβαιώνει το υψηλόβαθμο στέλεχος.
Μηδενική είναι η μεταβολή που θα δουν στη μηνιαία δόση τους οι οφειλέτες δανείων με σταθερό επιτόκιο, αν και το ποσοστό αυτό είναι σχετικά χαμηλό στη χώρα μας. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η πίτα των δανείων είναι μοιρασμένη 50-50 μεταξύ στεγαστικού και κυμαινόμενου επιτοκίου, ενώ στην Ελλάδα τα δάνεια που συνδέονται με Euribor αγγίζουν το 90% της αγοράς.
Σε ό,τι αφορά τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, πηγές με γνώση των διαδικασιών αναφέρουν ότι, προκειμένου οι τράπεζες να απορροφήσουν ένα μέρος της αύξησης στο κόστος δανεισμού, μειώνουν το spread που εισπράττουν επιπλέον του ευρωπαϊκού επιτοκίου. Ενδεικτικά, αναφέρουν, ότι για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια 20 έτη, το επιτόκιο δεν υπερβαίνει σήμερα το 3% όταν είναι κυμαινόμενο, ενώ αγγίζει το 4% όταν είναι σταθερό. Πάντως, στα παλαιά στεγαστικά δάνεια, η αναπροσαρμογή επιτοκίου γίνεται αυτόματα, χωρίς περιθώρια αλλαγής στο spread, το οποίο είναι μέρος της δανειακής σύμβασης.
Στην επιχειρηματική πίστη, οι συνθήκες είναι ελαφρώς διαφορετικές, καθώς τα υψηλά επίπεδα του νέου δανεισμού δημιουργούν δυνατότητες προσαρμογής των συνθηκών στο μέγεθος και τη δύναμη του πελάτη. Όσο μεγαλύτερη είναι η εταιρεία, τόσο μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη έχει στη συμφωνία με τον πιστωτή, γεγονός που σημαίνει ότι ένα μέρος της αύξησης των επιτοκίων του ευρώ μπορεί να απορροφηθεί πιο εύκολα από την τράπεζα, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού των τραπεζών για τους καλούς επιχειρηματικούς πελάτες.
Υπάρχει, ωστόσο, μια ειδική κατηγορία βιοτεχνικών, επαγγελματικών και αγροτικών δανείων για τα οποία τα επιτόκια είναι διοικητικώς καθοριζόμενα. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να βγουν στην αγορά με αναπροσαρμοσμένα τιμολόγια.
Παγωμένα τα επιτόκια των καταθέσεων
Διαφορετική είναι η εικόνα στα επιτόκια καταθέσεων, τα οποία δεν αναμένεται προς το παρόν να ακολουθήσουν την αυξητική πορεία του Euribor. Ανώτατες πηγές από τις συστημικές τράπεζες, στις οποίες απευθύνθηκε το BD, απέκλεισαν το ενδεχόμενο να αυξηθούν τα επιτόκια καταθέσεων στην παρούσα φάση. Διαβεβαιώνουν, πάντως, ότι «παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις στην αγορά», χωρίς να αποκλείουν το ενδεχόμενο να εφαρμόσουν τις πρώτες αυξήσεις από την επόμενη άνοδο του επιτοκίου της ΕΚΤ.
Υπενθυμίζεται ότι σήμερα τα επιτόκια καταθέσεων κυμαίνονται από μηδενικά έως 5 μονάδες βάσης, ενώ για τις προθεσμιακές καταθέσεις δεν υπερβαίνουν τις 15 μονάδες βάσης. Ειδικά στις νέες καταθέσεις των επιχειρήσεων, τον Ιούλιο η Τράπεζα της Ελλάδος κατέγραψε για πρώτη φορά οριακά αρνητικό μέσο επιτόκιο (-0,01%) «Υπάρχει τρομερή υπερβάλλουσα ρευστότητα σήμερα στην αγορά και δεν είναι προτεραιότητά μας να προσελκύσουν καταθέσεις», παραδέχεται στέλεχος του κλάδου.
Σημειώνεται ότι την τελευταία διετία, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες έχουν αυξηθεί ιλιγγιωδώς -κατά περισσότερα από 40 δισ. ευρώ- κυρίως λόγω των ενισχύσεων αλλά και της μειωμένης καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης την περίοδο της πανδημικής κρίσης. «Επιθυμία των τραπεζών είναι να μετατρέψουμε τη ρευστότητα αυτή σε δάνεια, ωστόσο, η ζήτηση παρότι αυξημένη δεν μπορεί να φτάσει σε αυτά τα επίπεδα», συμπληρώνει η ίδια πηγή.
Δεδομένου ότι οι καταθέτες δεν λαμβάνουν σημαντικές αποδόσεις υπό τις τρέχουσες συνθήκες στην αγορά, αντιθέτως μάλιστα η αξία των καταθέσεών τους «ροκανίζεται» από τον πληθωρισμό, οι τράπεζες προτείνουν στους πελάτες τους να στραφούν εναλλακτικά σε επενδυτικά προϊόντα με εύρος αποδόσεων και ρίσκου και εγγύηση για το κεφάλαιο, που σε κάποιες περιπτώσεις αγγίζει το 100%.