Ισχυρή πίεση δέχονται οι μικροί επενδυτές σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς οι πρόσφατες αλλαγές τους φέρνουν μπροστά σε αδιέξοδα. Ειδικότερα, τα φωτοβολταϊκά σε οικιακές στέγες γίνονται ασύμφορα μετά το νέο «χαράτσι» του 6% που επιβλήθηκε με νόμο του Δεκεμβρίου, ενώ και οι ενεργειακές κοινότητες κινδυνεύουν να χαθούν μετά τις αλλαγές που έγιναν με τον ίδιο νόμο.
Σύμφωνα με τον Πανελλήνιο Σύλλογο Φωτοβολταϊκών Στέγης (ΠΑΣΥΦΩΣ) τα μικρά Φωτοβολταϊκά Στέγης, μετά τις μειώσεις από το 2014, επιβαρύνονται πλέον με οριζόντια εισφορά 6%, ίδια δηλαδή με τα μεγάλα Επιχειρηματικά Πάρκα, ενώ παράλληλα μειώνεται σε 6kW η μέγιστη ισχύς τους αντί για 10kW. Πρόκειται για μια εισφορά που επιβλήθηκε για να καλυφθεί το έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ.
Για το θέμα κατέθεσε και ερώτηση προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα, η Χαρά Κεφαλίδου, βουλευτής Δράμας και ο Γιώργος Αρβανιτίδης, βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης και Τομεάρχης Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής του Κινήματος Αλλαγής, ζητώντας από τον υπουργό να απαντήσει αν υπάρχει κάποιο πλάνο διασφάλισης των επενδύσεων των μικρών ιδιοκτητών/επενδυτών και εάν θα υπάρξει επανεξέταση της περικοπής του 6% για τη συγκεκριμένη κατηγορία ιδιοκτητών.
Όπως ανέφεραν οι βουλευτές, οι μικροί οικογενειακοί ιδιοκτήτες/επενδυτές Φωτοβολταϊκών Στέγης, που ανέρχονται περίπου στους 40.000, σήμερα βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση διότι με τον Νόμο 4759/2020 του υπουργείου Περιβάλλοντος και συγκεκριμένα με το άρθρο 157 και τις προβλεπόμενες νέες περικοπές οδηγούνται σε οικονομικό αδιέξοδο.
Όπως σημειώνουν, πάνω από 100.000 Έλληνες διαβιούν κάτω από ένα Φωτοβολταϊκό Στέγης, που εκτιμάται ότι έχει 20% με 30% μεγαλύτερη αξία από την κιλοβατώρα που παράγεται από μεγάλη επιχειρηματική ΑΠΕ γιατί έχει μικρότερες ενεργές απώλειες ισχύος στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, λόγω λιγότερων σε αριθμό καταστάσεων συμφόρησης ισχύος στις γραμμές μεταφοράς και διανομής και λόγω του ότι έχει μικρότερες απαιτήσεις για εγκατάσταση δικτύων, καθώς και λόγω μη αλλαγής χαρακτήρα δασικών και γεωργικών εκτάσεων.
Επίσης, τονίζουν ότι με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά ηλιοφάνειας στη χώρα, τα Φωτοβολταϊκά Στέγης αποτελούν μία προσιτή επένδυση για πολλούς καταναλωτές που έχει γρήγορη απόσβεση, παράγοντας κι ένα μικρό εισόδημα ως πλεόνασμα μεταξύ κατανάλωσης και παραγωγής στα μικρά νοικοκυριά, ενώ έρευνα δείχνει ότι εάν τοποθετούνταν Φωτοβολταϊκά στις στέγες των κτιρίων θα καλύπτονταν το 30% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Εξισώνονται με τους ιδιώτες οι ενεργειακές κοινότητες
Την ίδια ώρα, τέσσερις περιβαλλοντικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: αν δεν αλλάξει άμεσα το θεσμικό πλαίσιο θα σταματήσει πλήρως η ανάπτυξη των Ενεργειακών Κοινοτήτων στην Ελλάδα από το 2022.
Σύμφωνα με κοινή ανακοίνωση των REScoop.eu, Greenpeace, WWF Ελλάς και της Electra Energy, με πρόσφατο νόμο (σ.σ.: πρόκειται και πάλι για το νόμο 4759/2020) του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, υποχρεώνονται, όλες ανεξαιρέτως οι ενεργειακές κοινότητες από το 2022 να ανταγωνίζονται ιδιώτες επενδυτές σε μειοδοτικές προσφορές για την εξασφάλιση λειτουργικής ενίσχυσης των έργων ΑΠΕ.
‘Όπως σημειώνουν οι οργανώσεις αυτές, η εξέλιξη αυτή καταργεί τον διαχωρισμό μεταξύ Ε.Κοιν. και ιδιωτών επενδυτών, ενώ είναι πρακτικά αδύνατο να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις οι κοινότητες τους ιδιώτες επενδυτές. Επίσης, υπογραμμίζουν ότι η ρύθμιση αντιβαίνει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο το οποίο προσδιορίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Ε. Κοιν. και ουσιαστικά καταργεί κάθε κίνητρο για σύσταση Ε.Κοιν. από πολίτες και ΟΤΑ από το 2022.
Στην έκθεση που δημοσίευσαν οι τέσσερις οργανισμοί τονίζεται πως η υποχρεωτική συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των Ε.Κοιν. σε μειοδοτικούς διαγωνισμούς από την 1η Ιανουαρίου 2022 για την εξασφάλιση λειτουργικής ενίσχυσης σε έργα ΑΠΕ ήρθε ως απάντηση του ΥΠΕΝ στο φαινόμενο που παρατηρήθηκε στην αγορά τα τελευταία δύο χρόνια: οι περισσότερες Ε.Κοιν. που έχουν εγγραφεί στο ΓΕΜΗ δεν αποτελούν γνήσιες πρωτοβουλίες πολιτών και τοπικών κοινωνιών αλλά κεκαλυμμένες ιδιωτικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να αποφύγουν τους μειοδοτικούς διαγωνισμούς.
Αποτελεί ανησυχητική εξέλιξη, τονίζεται, η αντίδραση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπροστά στο φαινόμενο αυτό: «αντί με μία σειρά απλών, αυτονόητων και στοχευμένων μέτρων να διαχωρίσει τις αυθεντικές Ε.Κοιν. από τις κεκαλυμένες ιδιωτικές πρωτοβουλίες, αποφάσισε την άρση των κινήτρων για όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις. Σύμφωνα με το Άρθρο 160 του ν. 4759/2020[11], από 1η Ιανουαρίου 2022 πλέον κάθε Ε.Κοιν. θα πρέπει να συμμετέχει σε ανταγωνιστικές διαδικασίες, δηλαδή να ανταγωνίζεται ιδιώτες επενδυτές σε μειοδοτικές προσφορές για τη διασφάλιση λειτουργικής ενίσχυσης των έργων ΑΠΕ. Με απλά λόγια, δεν θα υπάρχει κανένας απολύτως διαχωρισμός μεταξύ Ε.Κοιν. και ιδιωτών επενδυτών».
«Όπως γίνεται αντιληπτό, η εξέλιξη αυτή όχι μόνο δεν ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα και τις διατάξεις της Κοινοτικής Οδηγίας για τις ΑΠΕ (REDII), την οποία θα πρέπει να έχει ενσωματώσει η Ελληνική Κυβέρνηση στην εθνική νομοθεσία μέχρι την 31η Ιουνίου 2021, αλλά έρχεται σε αντίθεση με δημόσιες τοποθετήσεις του νέου Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Κωνσταντίνου Σκρέκα, σχετικά με την ανάγκη στήριξης των Ε.Κοιν. Το χειρότερο, ωστόσο, είναι ότι επί της ουσίας η απόφαση αυτή του ΥΠΕΝ αίρει κάθε ουσιαστικό κίνητρο για τη δημιουργία ενεργειακής κοινότητας από το 2022 και έπειτα» σημειώνεται στην έκθεση.
«Σε ένα δεδομένο πρόβλημα στην αγορά ενέργειας η πολιτική ηγεσία λειτούργησε με τη λογική "πονάει χέρι, κόβει κεφάλι". Η κυβέρνηση οφείλει να προασπίσει το δικαίωμα των πολιτών στην ενεργειακή δημοκρατία και όχι να δικαιώσει όσους θέλουν την αγορά ενέργειας ένα ολιγοπώλιο για λίγους μόνο παίκτες. Αν το υπουργείο πιστεύει έστω και μία λέξη από όσα θετικά αναφέρει για τις Ε.Κοιν. στο δικό του Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, θα πρέπει άμεσα να αποσύρει τη συγκεκριμένη διάταξη», ανέφερε ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλίματος στο Ελληνικό Γραφείο της Greenpeace.
Στην έκθεση αναφέρονται επίσης ως μεγάλα ζητήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ενεργειακές κοινότητες στη χώρα την έλλειψη χρηματοδότησης, τις αχρείαστες γραφειοκρατικές διαδικασίες, το ελλιπές θεσμικό πλαίσιο αλλά και την αδυναμία σύστασης μικρών σχημάτων συλλογικής αυτοπαραγωγής καθαρής ενέργειας από νοικοκυριά, κυρίως εξαιτίας του αυξημένου λειτουργικού κόστους από την υποχρεωτική έναρξη εργασιών στην εφορία. Όπως σημειώνεται, με αυτό το πλαίσιο είναι πρακτικά αδύνατο να μπορέσει η χώρα να πιάσει τον στόχο του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα για τουλάχιστον 600MW νέων σχημάτων αυτοπαραγωγής ως το 2030.