Την αισιοδοξία για ισχυρή ανάκαμψη το 2021 θέτει σε αμφισβήτηση το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, ενώ για πρώτη φορά, στη νεότερη έκθεση του για την ελληνική οικονομία, ενσωματώνει ένα δυσμενές σενάριο για τον επόμενο χρόνο, που θα μπορούσε να επαληθευθεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις, και να οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση για δεύτερο συνεχές έτος, με συρρίκνωση του ΑΕΠ έως και κατά 4%.
Παρουσιάζοντας την έκθεση του ΙΟΒΕ, ο γενικός διευθυντής, καθηγητής Νίκος Βέττας, υπογράμμισε χαρακτηριστικά ότι το ΑΕΠ φέτος θα είναι καλύτερο από τις προηγούμενες προβλέψεις, αλλά εξέφρασε την ανησυχία του για το αν θα υπάρξει δυναμική ανάκαμψη το 2021, ακόμη και αν λυθεί το υγειονομικό πρόβλημα.
Το βασικό σενάριο του ΙΟΒΕ προβλέπει ότι το 2020 η συρρίκνωση του ΑΕΠ θα φθάσει το 8%, ενώ διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένουν μεγαλύτερη ύφεση, κοντά σε διψήφιο ποσοστό. Το ΙΟΒΕ, συνεκτιμώντας και την επίδραση των μέτρων στήριξης που έχουν ληφθεί, περιμένει μικρότερη κάμψη του ΑΕΠ, καθώς, μεταξύ άλλων, η δημόσια κατανάλωση φέτος εκτιμάται ότι θα αυξηθεί έως και κατά 3%.
Όμως, για το 2021, το ΙΟΒΕ εμφανίζεται περισσότερο απαισιόδοξο από άλλους οργανισμούς, αλλά και από την κυβέρνηση, που περιμένει ανάκαμψη με ρυθμό 7,5%. Αντίθετα, το ΙΟΒΕ, στο βασικό του σενάριο, υπολογίζει ότι η αύξηση του ΑΕΠ δεν θα ξεπεράσει το 4% με 4,5%, καθώς την οικονομία θα επιβαρύνει η απότομη μείωση της δημόσιας κατανάλωσης, έως και κατά 7%, ως συνέπεια της απόσυρσης μέτρων στήριξης.
Στο εναλλακτικό, δυσμενές σενάριο που παρουσιάζει για πρώτη φορά το ΙΟΒΕ -και είναι η πρώτη φορά, επίσης, που παρουσιάζεται τέτοιο σενάριο από έναν επίσημο φορέα- ενσωματώνονται χειρότερες εκτιμήσεις για την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, με μειώσεις αντίστοιχα έως 4,5% και έως 10%, και διατυπώνεται πρόβλεψη για συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 2,5% έως 4%.
Εξηγώντας αυτή την εξαιρετικά απαισιόδοξη πρόβλεψη, που όπως τόνισε πάντως δεν έχει μεγάλες πιθανότητες να επιβεβαιωθεί, ο κ. Βέττας ανέφερε ότι θα μπορούσε να επαληθευθεί στην περίπτωση όπου η εξέλιξη της πανδημίας επηρεάσει σοβαρά τα εισοδήματα, ιδιαίτερα μέσω της δυσμενούς επίδρασης στον τουρισμό και την εστίαση. Αυτό, σε συνδυασμό με μια πιθανόν αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία της πανδημίας, θα επηρέαζε αρνητικά την ιδιωτική κατανάλωση οδηγώντας σε ύφεση για δεύτερη χρονιά την ελληνική οικονομία.
Σχολιάζοντας τα μέτρα στήριξης, ο κ. Βέττας υπογράμμισε ότι δεν είναι εύκολο να πιθανολογήσει κάποιος πόσο θα αυξανόταν η ανεργία χωρίς αυτά τα μέτρα, αλλά σίγουρα θα ξεπερνούσε το 20%, ενδεχομένως και το 25%. Το ζήτημα, όπως είπε, είναι «τι θα γίνει όταν απομακρυνθούν τα μέτρα στήριξης, δηλαδή πόσο γρήγορα θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας όταν σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο θα εξακολουθήσει να υπάρχει πρόβλημα, ελπίζουμε χωρίς την ίδια βαρύτητα, και το 2021».
Σε ό,τι αφορά τις προτάσεις του ΙΟΒΕ για την οικονομική πολιτική που θα φέρει την ανάκαμψη, ο κ. Βέττας τόνισε θα πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και βαριάς μεταρρυθυμιστικής ατζέντας, κάτι που άλλωστε είναι και ζητούμενο από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως ανέφερε ο κ. Βέττας, μπορούν να γίνουν μεταρρυθμίσεις ακόμη και εν μέσω των δύσκολων συνθηκών και αυτό θα ζητηθεί από τις Βρυξέλλες. Για παράδειγμα, αν η Ελλάδα ζητήσει χρηματοδότηση για τη Δικαιοσύνη από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα ζητηθούν και μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη και το ίδιο θα γίνει και για άλλους τομείς, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα.
Για τις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Βέττας υπολόγισε ότι το συνολικό κόστος της πανδημίας στα δημόσια ταμεία το 2020 φθάνει τα 13 δισ. ευρώ, τόνισε ότι θα χρειασθούν πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια, αλλά δεν θα είναι τόσο υψηλά όσο είχαν συμφωνηθεί στο παρελθόν, και επισήμανε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα για τη χρηματοδότηση της χώρας στο μέλλον, καθώς τα spread παραμένουν μεγάλα, ενώ ο λόγος που εξασφαλίζει σήμερα η χώρα χαμηλά επιτόκια δανεισμού σχετίζεται με την ακολουθούμενη ευρωπαϊκή πολιτική, δηλαδή τα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής στήριξης.