Η εφαρμογή των τεσσάρων προτάσεων της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών (ΕΕΝΕ) θα μπορούσε όχι μόνο να ενισχύσει περαιτέρω το ΑΕΠ αλλά να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και να αυξήσει τις επενδύσεις.
Αυτό τονίστηκε στη διάρκεια της 8ης Διάσκεψης της ΕΕΝΕ για την Επαναβιομηχανοποίηση της Ελληνικής Οικονομίας, όπου αναφέρθηκε ότι βάσει της μελέτης του το ΙΟΒΕ αν εφαρμοστούν οι προτάσεις για μείωση μη μισθολογικού κόστους σε εργαζομένους που επανεκπαδεύονται, φορολόγηση 10%σε κέρδη εταιρειών που αναπτύσσονται , υπεραποσβέσεις και κατάργηση της προκαταβολής φόρου, τότε το ΑΕΠ θα αυξάνεται 1,6 δισ. ετησίως την πρώτη δεκαετία και θα δημιουργηθούν 17.000 νέες θέσεις εργασίας ετησίως. Από τα 2 φορολογικά μέτρα μπορεί να γίνουν 5 δισ. επενδύσεις στη δεκαετία λόγω των φορολογικών ελαφρύνσεων.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η μεταποίηση αποτελεί έναν κρίσιμο τομέα για την ελληνική οικονομία, με σημαντική συμμετοχή στο ΑΕΠ και σταθερά ανοδική πορεία, ιδίως την τελευταία τριετία. Ειδικότερα, η Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία του τομέα σημείωσε το 2023 υψηλό δεκαετίας σε πραγματικές τιμές και ανήλθε στα €19,9 δισεκ. Αντίστοιχα, αυξητική τάση παρουσιάζει η συμμετοχή της μεταποίησης στο εγχώριο ΑΕΠ, η οποία από 7,8% το 2013 έφτασε στο 8,7% το 2023. Ο όγκος παραγωγής κινήθηκε ανοδικά σε όλα τα έτη κατά την περίοδο 2014-2023, με εξαίρεση το 2020, γεγονός που αναδεικνύει την ανθεκτικότητα του τομέα. Σημαντική είναι η συμβολή της μεταποίησης και σε όρους απασχόλησης, αφού το 2023 κατεγράφησαν 417 χιλ. εργαζόμενοι, περίπου 92 χιλ. περισσότεροι σε σύγκριση με το 2013 και σχεδόν το 10% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα.
Αναφορικά με την εξωστρέφεια του τομέα, διαχρονικά ανοδικά κινείται η αξία των εξαγωγών η οποία αυξήθηκε κατά 86,7% την περίοδο 2013-2023. Επίσης ανοδικά κινούνται και οι επενδύσεις της μεταποίησης, με την αξία τους να ανέρχεται στα €2,8 δισεκ. το 2022, υπερδιπλασιάζοντας (+128%) τις αντίστοιχες επενδύσεις το 2013 και σημειώνοντας αύξηση 5,8 μονάδων ως ποσοστό της ΑΠΑ (από 8,8% σε 14,5%).
Ωστόσο, τα μερίδια της μεταποίησης στα βασικά μεγέθη της οικονομίας συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της ΕΕ27. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή της εγχώριας μεταποίησης στο ΑΕΠ (8,7%) είναι η τέταρτη χαμηλότερη ανάμεσα στα κράτη μέλη, ενώ η συμμετοχή της στη συνολική απασχόληση (9,9%) είναι η πέμπτη χαμηλότερη. Αντίστοιχα, οι επενδύσεις του εγχώριου τομέα ως ποσοστό της ΑΠΑ ανήλθαν σε 14,5% το 2022, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ27 ήταν 23,2%. Τάσεις σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παρατηρούνται στα περισσότερα μεγέθη, με εξαίρεση την παραγωγικότητα εργασίας, στην οποία η απόκλιση διευρύνεται παρά τη σχετική άνοδο του εγχώριου τομέα την τελευταία διετία.
«Η δυνατότητα αύξησης της ευημερίας στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη, αν κλείσουμε τα κενά επενδύσεων και παραγωγικότητας», τόνισε ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής στο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών παρουσιάζοντας τη παραπάνω μελέτη του ΙΟΒΕ.
Ο κ. Βέττας σημείωσε στην εισαγωγή της παρουσίασής του ότι «η εγχώρια μεταποίηση δεν πηγαίνει άσχημα, υπάρχει μία σταθερά ανοδική πορεία της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Ωστόσο, υστερούμε σε σχέση με την Ε.Ε.». Σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα, ενώ στον κλάδο της μεταποίησης είναι σημαντικά υψηλότερη από άλλους κλάδους της οικονομίας, εξακολουθεί να υπολείπεται του μέσου όρου της Ευρώπης, απόσταση που δεν καλύφθηκε ούτε από τη βελτίωση που παρατηρείται μετά το 2020. «Αιτία είναι ότι ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ υστερεί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη», εξήγησε ο Ν. Βέττας, υπογραμμίζοντας ότι «η μεταποίηση πρέπει να στηριχθεί περισσότερο στην τεχνολογία, παρά στην ανειδίκευτη εργασία», και ότι «οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση πρέπει να αποκτούν συνεχώς περισσότερες δεξιότητες, κυρίως ψηφιακές.»
Ο Ν. Βέττας ανέφερε ότι στην Ελλάδα καταγράφεται το χαμηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων που προσφέρουν προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης στους εργαζόμενους. Η πρόταση της ΕΕΝΕ κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, προτείνοντας χαμηλότερους ασφαλιστικούς και φορολογικούς συντελεστές για τις αυξήσεις μισθών των εργαζομένων που έχουν παρακολουθήσει πιστοποιημένα προγράμματα κατάρτισης.
Εφόσον υλοποιηθεί, αυτή η πρόταση μπορεί να οδηγήσει σε συνολική ετήσια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά 40 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τον «μετριοπαθή υπολογισμό» όπως ανέφερε ο Ν. Βέττας, ενώ η συνολική ετήσια αύξηση των εσόδων των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης θα ανέλθει στα 14,3 εκατομμύρια ευρώ.
Παράλληλα, η συνολική ετήσια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών θα φτάσει στα 1,55 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η συνολική ετήσια αύξηση των εσόδων των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης θα φτάσει στα 94,3 εκατομμύρια ευρώ.
Σε ότι αφορά στη φορολόγηση των επιχειρήσεων, ο Ν. Βέττας ανέφερε ότι η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό όρο στη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών, ενώ η φορολόγηση των μερισμάτων είναι από τις χαμηλότερες παγκοσμίως .
Για την πρόταση της ΕΕΝΕ περί μειωμένης φορολόγησης των ταχέως αναπτυσσόμενων μεταποιητικών επιχειρήσεων, όταν τα κέρδη υπερβαίνουν τον μέσο όρο της τελευταίας τριετίας προσαυξημένο με το ποσοστό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, και η επιπλέον διαφορά φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 10%, ο Ν. Βέττας ανέφερε ότι η πρόταση αυτή δε θα μειώσει τα φορολογικά έσοδα του κράτους αλλά θα λειτουργήσει ως κίνητρο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Όπως είπε, οι άμεσες επιδράσεις από την εφαρμογή του μέτρου σε χρονικό ορίζοντα 10ετίας, με το πιο συντηρητικό σενάριο, θα ήταν ένας μέσος ρυθμός ανάπτυξης των επιχειρήσεων κατά 2%.
Η πρόταση για την σταδιακή κατάργηση της προκαταβολής φόρου αναμένεται να ενισχύσει τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και να δημιουργήσει περισσότερο «χώρο» για νέες επενδύσεις. Σε περίπτωση που θα υπάρξει σταδιακή κατάργηση σε βάθος 5ετίας, το μέτρο αναμένεται να προσφέρει φορολογική ελάφρυνση για τις επιχειρήσεις ύψους 5,5 δις ευρώ και εφόσον το 50% αυτών των χρημάτων κατευθυνθεί σε επενδυτικά σχέδια, αυτό σημαίνει περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ νέες επενδύσεις. Το ποσό αυτό μπορεί να μην φαίνεται υψηλό, ωστόσο όπως επεσήμανε ο Ν. Βέττας είναι σημαντικό γιατί «το τρέχον επίπεδο επενδύσεων στην χώρα είναι πολύ χαμηλό.»
Σε ότι αφορά στο θεσμικό πλαίσιο αποσβέσεων, η πρακτική στην Ευρώπη είναι να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και να υπάρχει επιταχυνόμενη απόσβεση.
Η πρόταση της ΕΕΝΕ προβλέπει να διατηρηθεί το 10% για τα δύο πρώτα χρόνια και στη συνέχεια να δίνεται η δυνατότητα να συγκεντρώνεται το σύνολο της απόσβεσης στον τρίτο και τέταρτο χρόνο. «Γνωρίζοντας ότι ισχύει αυτό το μέτρο, οι επιχειρήσεις θα προβούν σήμερα σε αναβάθμιση του εξοπλισμού τους» εκτίμησε ο Ν. Βέττας.
Όπως εξήγησε ο Ν. Βέττας οι επιδράσεις σωρευτικά των τεσσάρων προτάσεων της ΕΕΝΕ, σε ένα βασικό σενάριο, εκτιμώνται ως εξής:
- Ετήσια αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης των επιχειρήσεων κατά 5%
- Ενίσχυση της παραγωγικότητας κατά 1%
- Αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως την πρώτη δεκαετία
- Δημιουργία 17.000 νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης
- Αύξηση των φορολογικών εσόδων για το κράτος κατά 1 δισ ευρώ ετησίως την πρώτη δεκαετία .