Σε μια εξαιρετικά δύσκολη για χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, που εκπέμπουν σήμα κινδύνου για τη ρευστότητά τους, ύστερα από επτά μήνες δοκιμασίας στην κρίση του κορονοϊού, το υπουργείο Οικονομικών έχει μπει σε έναν αγώνα δρόμο για να εκταμιεύσει άμεσα φθηνά δάνεια, μέσω επιστρεπτέας προκαταβολής και Ταμείου Εγγυοδοσίας. Αναλυτές τονίζουν, πάντως, ότι το ελληνικό πρόγραμμα στήριξης της ρευστότητας είναι πολύ μικρό σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Η πρώτη κίνηση που αναμένεται από το υπουργείο Οικονομικών, μέσα στις επόμενες ημέρες, είναι η εκταμίευση 1,5 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις - δικαιούχους του τρίτου κύκλου της επιστρεπτέας προκαταβολής. «Μέσα στην επόμενη εβδομάδα εκτιμούμε ότι θα ξεκινήσουν οι πληρωμές για τον κύκλο αυτό», δήλωσε την Παρασκευή ο Χρήστος Σταϊκούρας.
Λογιστές, πάντως, αμφιβάλλουν αν οι εκταμιεύσεις θα γίνουν τόσο γρήγορα, αφού υπάρχουν ακόμη αρκετές τυπικές εκκρεμότητες στη διαδικασία. Όπως λένε, πριν φθάσει το στάδιο της πληρωμής στους λογαρισμούς των δικαιούχων, θα πρέπει να εκδοθεί η Υπουργική Απόφαση που θα καθορίζει πώς θα υπολογισθεί η επιστρεπτέα προκαταβολή για κάθε δικαιούχο και να υποβληθούν οι οριστικές αιτήσεις από τις επιχειρήσεις (ως τώρα έχει γίνει μόνο η αρχική εκδήλωση ενδιαφέροντος). Σε κάθε περίπτωση, οι εκταμιεύσεις είναι θέμα ημερών.
Ο υπουργός Οικονομικών χαρακτήρισε, μιλώντας στο 3ο "Athens Investment Forum", ως «άκρως επιτυχημένο» το πρόγραμμα της επιστρεπτέας προκαβολής, που με την ολοκλήρωση του τρίτου κύκλου θα έχει προσφέρει ρευστότητα 3,5 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις, ενώ, όπως είπε, «η συνολική στήριξη του Κράτους προς τις επιχειρήσεις, μέσω του εν λόγω χρηματοδοτικού σχήματος, αναμένεται να ξεπεράσει τα 4,1 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του 4ου κύκλου, που θα ακολουθήσει τον Νοέμβριο». Μέχρι στιγμής έχουν χρηματοδοτηθεί 120.000 επιχειρήσεις, κυρίως μικρές και πολύ μικρές, ενώ στον τρίτο κύκλο έχουν υποβάλει αιτήσεις 174.027 επιχειρήσεις.
Επιστρεπτέα Προκαταβολή: Ο τέταρτος κύκλος
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του τρίτου κύκλου της επιστρεπτέας προκαταβολής, χιλιάδες επιχειρήσεις θα πρέπει να ετοιμάζονται για τον τέταρτο κύκλο του προγράμματος, όπου θα διατεθούν 600 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, σε αυτό τον κύκλο, όπως έχει δηλώσει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ένα μέρος της ρευστότητας που θα προσφερθεί θα είναι μη επιστρεπτέο, δηλαδή θα αποτελέσει επιδότηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, προκειμένου να γίνει καλύτερη εστίαση της επιστρεπτέας προκαταβολής σε επιχειρήσεις που υπέστησαν ζημιά από τα πρόσθετα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, τα οποία έχουν επιβληθεί το δίμηνο Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου, κυρίως στην εστίαση και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, εξετάζεται να υπολογισθούν τα ποσά με βάση τα στοιχεία τζίρου μόνο του διμήνου Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου.
Σε κάθε περίπτωση, δύο είναι οι κατηγορίες επιχειρήσεων που έχουν προτεραιότητα στον επόμενο κύκλο της επιστρεπτέας προκαταβολής: όσες έχουν δεχθεί πλήγμα από περιοριστικά μέτρα τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο (και μάλιστα σε κάποιες εξ αυτών σχεδιάζεται μέρος της προκαταβολής να δοθεί ως επιδότηση) και όσες δραστηροποιούνται σε περιοχές που έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές από τον Ιανό. Γι' αυτές τις επιχειρήσεις και επαγγελματίες, η συμμετοχή δεν θα προϋποθέτει μείωση τζίρου, αλλά ούτε και χρήση ταμειακής μηχανής.
Υπενθυμίζεται ότι στους τρεις πρώτους κύκλους το ποσοστό επιστροφής έχει ορισθεί σε 60% - 70% σε συνάρτηση με την πτώση του τζίρου και τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Ειδικότερα, επιστρέφεται το 70% όταν ο κύκλος εργασιών είναι μειωμένος τουλάχιστον κατά 70% ένα έτος μετά τη λήψη της ενίσχυσης. Επιστρέφεται το 60% της ενίσχυσης όταν μια επιχείρηση που απασχολούσε τουλάχιστον 20 υπαλλήλους την 31η Μαρτίου 2020 διατηρήσει για ένα χρόνο τον ίδιο αριθμό υπαλλήλων.
Για την επιστροφή των ενισχύσεων προβλέπεται άτοκη περίοδος χάριτος έως το τέλος του 2021 και, ακολούθως, μηνιαίες καταβολές σε 40 ισόποσες τοκοχρεoλυτικές δόσεις. Το ποσό της ενίσχυσης επιβαρύνεται με επιτόκιο αναφοράς, ίσο με το βασικό επιτόκιο που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα προσαυξημένο κατά 109 μονάδες βάσης (1,09%).
Εγγυημένα δάνεια και δάνεια με επιδότηση επιτοκίου
Εξάλλου, τις επόμενες ημέρες, όπως δήλωσε ο Χρ. Σταϊκούρας, «ξεκινά ο 2ος κύκλος του Ταμείου Εγγυοδοσίας, στον οποίο αναμένεται οι εκταμιεύσεις να γίνουν γρηγορότερα, δεδομένου ότι πολλά από τα δάνεια έχουν ήδη εγκριθεί από τον πρώτο κύκλο». Αυτή τη φορά, μάλιστα, το πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας εστιάζεται στις μικρότερες επιχειρήσεις. «Το 75% - 90% των νέων δανείων του 2ου κύκλου απευθύνεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα σε μεσαίες, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας», τονίζει ο υπουργός Οικονομικών.
Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, έχουν διατεθεί δάνεια εγγυημένα κατά 80% από το Δημόσιο σε 5.255 επιχειρήσεις, συνολικού ύψους 2,7 δισ. ευρώ. Όπως υπόγραμμίζει ο κ. Σταϊκούρας, «οι όποιες, λίγες, εκκρεμότητες υπάρχουν ακόμη, όσον αφορά τις εκταμιεύσεις πόρων, οφείλονται κατά κύριο λόγο στην επιλογή των επιχειρηματιών να χρηματοδοτηθούν μεταγενέστερα ή και να απενταχθούν, για δικούς τους λόγους, από το πρόγραμμα». Το συνολικό ύψος των δανείων που θα λάβουν οι επιχειρήσεις και από τους δύο κύκλους αναμένεται να ξεπεράσει τα 6 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τα δάνεια με επιδότηση επιτοκίου (πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ ΙΙ), μέχρι σήμερα, έχουν εκταμιευθεί, σε 11.953 επιχειρήσεις, δάνεια συνολικού ύψους 1,6 δισ. ευρώ. Όπως επισημαίνει ο υπουργός Οικονομικών, «προκειμένου να καλυφθεί η σημαντική ζήτηση, έχουν προστεθεί επιπλέον πόροι, ύψους 180 εκατ. ευρώ, οι οποίοι με την τραπεζική μόχλευση θα φθάσουν περίπου στα 850 εκατ. ευρώ, για επιχειρήσεις που έχουν ήδη υποβάλει αίτηση δανειοδότησης, αλλά αυτή δεν εγκρίθηκε λόγω μη διαθεσιμότητας πόρων».
Συνολική «ένεση» 11 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπ. Οικονομικών, που παρουσίασε ο κ. Σταϊκούρας, «η συνολική στήριξη από το ΤΕΠΙΧ ΙΙ, το Ταμείο Εγγυοδοσίας και την Επιστρεπτέα Προκαταβολή ξεπερνά, μέχρι σήμερα, τα 6 δισ. ευρώ, ενώ αναμένεται, από τους επιπλέον πόρους του ΤΕΠΙΧ ΙΙ, τη δεύτερη φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας και τον 3ο και 4ο κύκλο της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, να διατεθούν επιπλέον πόροι ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ τους επόμενους μήνες του έτους. Δηλαδή, η συνολική "ένεση" ρευστότητας θα ξεπεράσει τα 11 δισ. ευρώ σε διάστημα περίπου 7 μηνών».
«Μικρό το ελληνικό πρόγραμμα εγγυήσεων»
Αναλυτές επισημαίνουν, πάντως, ότι το ελληνικό πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας είναι μικρό σε σχέση με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς υστερεί σοβαρά σε ό,τι αφορά την παροχή κρατικών εγγυήσεων για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων.
Όπως τονίζει σε έκθεσή του ο ευρωπαϊκός οίκος ασφάλισης πιστώσεων Euler Hermes,
- Το δημοσιονομικό πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση ως απάντηση στις επιπτώσεις της κρίσης του κορονοϊού, παραμένει σχετικά περιορισμένο. Συνδυάζοντας τα άμεσα δημοσιονομικά κίνητρα, τις αναβολές καταβολής φόρων και τις κρατικές εγγυήσεις, το πακέτο μέτρων ανέρχεται στο 6,4% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 22,4%.
- Η κύρια διαφορά έγκειται στο σχετικά μικρό ποσό των δημόσιων εγγυήσεων (2,1% έναντι 12% του ΑΕΠ), το οποίο θεωρείται και ως κίνδυνος για την ανάκαμψη, καθώς η κατάσταση ρευστότητας των ελληνικών εταιρειών και ο τραπεζικός δανεισμός ήταν ήδη αδύναμα πριν από την πανδημία.
- Το πρώτο τρίμηνο του 2020 τα δάνεια προς τις εταιρείες μειώθηκαν κατά 5% σε ετήσια βάση. Συνολικά, διακρίνονται αυξανόμενες αδυναμίες στον ελληνικό εταιρικό τομέα, ιδίως στα μέταλλα και, μεταξύ άλλων, στους τομείς των αυτοκινήτων, των βιομηχανικών μηχανημάτων και μεταφορών.
Η Euler Hermes επισημαίνει μάλιστα ότι τα προβλήματα ρευστότητας των επιχειρήσεων έχουν οδηγήσει σε αύξηση των χρόνων πληρωμών στην ελληνική αγορά. «Ενώ προβλέπεται ότι η μείωση του ΑΕΠ το 2020 θα είναι λιγότερο δυσμενής από τις υπόλοιπες χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, οι καθυστερήσεις πληρωμών που έχει στην διάθεσή της η Euler Hermes Ελλάδος το 9μηνο του 2020 είναι υπερδιπλάσιες σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2019. Η έλλειψη ρευστότητας επηρέασε την πλειονότητα των κλάδων δραστηριότητας, με τον υψηλότερο αριθμό καθυστερήσεων να προέρχεται από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των κατασκευών, μετάλλων και λιανικής αγοράς εκτός τροφίμων».