Δεν συμμερίζεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για αναπτυξιακό άλμα το 2020, ενώ υπογραμμίζει, στη νεότερη έκδοση της έκθεσης World Economic Outlook, ότι η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε συγχρονισμένη επιβράδυνση και η ανάκαμψη που προβλέπεται για τον επόμενο χρόνο θα είναι μέτρια.
Στις προβλέψεις του για την Ελλάδα, το Ταμείο εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει και το 2020 σε ανοδική τροχιά, φθάνοντας το 2,2%, ενώ η κυβέρνηση έχει βασίσει τον προϋπολογισμό σε μια πολύ πιο φιλόδοξη πρόβλεψη, για ανάπτυξη με ρυθμό 2,8%, που εκτιμά ότι θα επιτευχθεί χάρη σε μέτρα τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, τα οποία θα προκαλέσουν αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ σχεδόν κατά 1 δισ. ευρώ.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα επιταχυνθεί το 2020, παραμένοντας πάντως κάτω από το 1% (0,9%), ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών θα αυξηθεί σε 3,3% του ΑΕΠ. Το ποσοστό της ανεργίας θα συνεχίσει να μειώνεται, από 17,8% σε 16,8%.
Οι προβλέψεις του Ταμείου για συγκρατημένη αύξηση της ανάπτυξης στην Ελλάδα είναι ευθυγραμμισμένες με τις εκτιμήσεις του για την πορεία της οικονομίας της ευρωζώνης. Για το 2019, το ΔΝΤ προβλέπει σοβαρή επιβράδυνση, με το ρυθμό να υποχωρεί από 1,9% σε 1,2%, καθώς η ανάπτυξη στην Γερμανία θα πέσει στο 0,5%. Η ανάκαμψη της ευρωζώνης τον επόμενο χρόνο θα είναι ασθενής, καθώς εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,5%.
Οι προβλέψεις για την ευρωζώνη (ΑΕΠ, Πληθωρισμός, Ισοζύγιο, Ανεργία)
Όπως τονίζει η νέα επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, η 47χρονη Ινδή καθηγήτρια του Χάρβαρντ, Τζίτα Γκόπινατ, η συγχρονισμένη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας το 2019 έφερε την παγκόσμια ανάπτυξη στο 3%, από 3,8% το 2017. Πρόκειται, επισημαίνει, για το βραδύτερο ρυθμό από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση.
Η επιβράδυνση είναι αποτέλεσμα των εμποδίων που έχουν εγερθεί στο παγκόσμιο εμπόριο, της αυξημένης αβεβαιότητας για το εμπόριο και τα γεωπολιτικά ζητήματα, των ιδιαίτερων προβλημάτων που έχουν ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Τουρκία, η Αργεντινή και το Ιράν, αλλά και διαρθρωτικών παραγόντων, όπως η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και η γήρανση του πληθυσμού.
Η παγκόσμια ανάπτυξη προβλέπεται να επιταχυνθεί με μέτριο ρυθμό το 2020, στο 3,4%, ποσοστό που είναι 0,2% χαμηλότερο από την εαρινή πρόβλεψη του Ταμείου. Όμως, η ανάκαμψη δεν θα είναι συγχρονισμένη και θα έχει στοιχεία αβεβαιότητας. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες θα έχουν αύξηση προϊόντος κατά 1,7%, ενώ οι αναδυόμενες θα «τρέξουν» με ρυθμό 4,6%, καθώς θα ανακάμψουν ορισμένες μεγάλες οικονομίες με ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η Τουρκία, η Αργεντινή και το Ιράν.
Υποχώρηση εμπορίου και βιομηχανίας
Αξιοσημείωτη το 2019, στο πλαίσιο της παγκόσμιας επιβράδυνσης, ήταν η οξεία και εκτεταμένη σε πολλές περιοχές υποχώρηση της βιομηχανικής δραστηριότητας και του εμπορίου. Οι αυξημένοι δασμοί και η παρατεταμένη αβεβαιότητα για τις πολιτικές στο εμπόριο έχουν μειώσει τις επενδύσεις και τη ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών, που αποτελούν μεγάλο μέρος των διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Η αυτοκινητοβιομηχανία συρρικνώνεται λόγω των νέων ορίων για την ατμοσφαιρική ρύπανση στην Ευρώπη και την Κίνα. Ως αποτέλεσμα, ο όγκος του διεθνούς εμπορίου αυξήθηκε μόλις κατά 1% το πρώτο εξάμηνο του 2019, που είναι και ο χαμηλότερος ρυθμός αύξησης από το 2012. Πάντως, ο τομέας των υπηρεσιών αντιστέκεται στην επιβράδυνση.
Το Ταμείο σημειώνει -και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον- ότι η παγκόσμια επιβράδυνση παρατηρείται σε μια εποχή πολύ μεγάλης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες και αναδυόμενες οικονομίες. Η απουσία πληθωριστικών πιέσεων έκανε τις κεντρικές τράπεζες να δράσουν προληπτικά για την υποστήριξη της ανάπτυξης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, χωρίς τα πολύ χαμηλά επιτόκια και τα άλλα μέτρα από τις κεντρικές τράπεζες, τόσο το 2019, όσο και το 2020, ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν 0,5% χαμηλότερος. Η αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα για το εμπόριο εκτιμάται ότι θα μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ το 2020 κατά 0,8%, εξανεμίζοντας τα οφέλη από τη χαλαρή νομισματική πολιτική.
Τα καθοδικά ρίσκα στις προβλέψεις του Ταμείου είναι αυξημένα, καθώς τα μέτρα προστατευτισμού στο εμπόριο και οι γεωπολιτικές εντάσεις (λόγω και του Brexit) θα μπορούσαν να προκαλέσουν πρόσθετες διαταραχές στις αλυσίδες προσφοράς και να μειώσουν την εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η ευρωζώνη είναι μία από τις περιοχές που διατρέχουν τους σοβαρότερους κινδύνους.
Συστάσεις στην Γερμανία
Το Ταμείο συνιστά στα μέλη του να λύσουν με μόνιμο τρόπο τις διαφορές για το παγκόσμιο εμπόριο, χαμηλώνοντας τα εμπόδια στις εμπορικές συναλλαγές, με συμφωνίες που θα έχουν διάρκεια, αλλά και να κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να περιορίσουν τις γεωπολιτικές εντάσεις.
Σε ό,τι αφορά τα μέτρα πολιτικής, οι συστάσεις του Ταμείου είναι πολύ σαφείς: η οικονομική πολιτική δεν μπορεί να βασίζεται άλλο μόνο στα μέτρα που λαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες, αλλά απαιτείται να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν και οι κυβερνήσεις, με δημοσιονομικά μέτρα, για να ενισχύσουν την ανάπτυξη.
Η επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, μάλιστα, απευθύνει ειδική σύσταση στην Γερμανία, απηχώντας και όσα τόνισε πρόσφατα ο Μάριο Ντράγκι: «Μια χώρα σαν την Γερμανία», γράφει, «θα πρέπει να εκμεταλλευθεί τα αρνητικά επιτόκια δανεισμού για να επενδύσει στο ανθρώπινο κεφάλαιο και σε υποδομές, ακόμη και αν το κάνει καθαρά στη βάση της σχέσης κόστους – οφέλους».
Όπως τονίζει το Ταμείο αν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί εκ νέου, μπορεί να χρειασθεί μια συντονισμένη, διεθνής παρέμβαση με δημοσιονομικά μέτρα, τα οποία θα προσαρμοσθούν στις ανάγκες κάθε χώρας.
Επιπλέον, θα πρέπει να προσέξουν οι αρχές ιδιαίτερα τον κίνδυνο να δημιουργηθούν νέες ανισορροπίες από τα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής (π.χ. «φούσκες» σε στοιχεία ενεργητικού), ενώ θα πρέπει να προωθηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας και της αντιμετώπισης των ανισοτήτων.
«Με την ανάπτυξη να υποχωρεί στο 3%, δεν υπάρχει περιθώριο για σφάλματα πολιτικής», προειδοποιεί τις κυβερνήσεις η επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου.