Στην ανάγκη να υπάρξουν κινήσεις ώστε να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών και των εταιρειών προς το Δημόσιο αναφέρθηκε ο Αναστάσιος Καλλιτσάντσης, Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Ελλάκτωρ μιλώντας στο συνέδριο του Εconomist. Όπως υπογράμμισε είναι αναγκαία η θέσπιση ενός νομικού πλαισίου που να ορίζει αποζημιώσεις προς τις εταιρείες όταν το Δημόσιο καθυστερεί και βγαίνει εκτός χρονοδιαγράμματος. Από την άλλη, στα έργα σύνδεσης μεγάλων λιμανιών της χώρας με το σιδηροδρομικό δίκτυο που βρίσκονται σε εξέλιξη αναφέρθηκε ο Αλέξανδρου Εξάρχου, Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΚΤΩΡ.
Τα τελευταία 20 χρόνια όλοι συμφωνούν στην αναγκαιότητα προώθησης των επενδύσεων αλλά το αποτέλεσμα δεν τους δικαιώνει ωστόσο όπως τόνισε τα ποσά που θα πάρει η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι σημαντικά ώστε να επιτευχθεί η επιστροφή σε θετική πορεία της οικονομίας και η επιτάχυνση της ανάπτυξης.
«Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι οι υποδομές και το περιβάλλον θα είναι από τους τομείς προτεραιότητας στη διοχέτευση των κεφαλαίων αυτών αποτελεί θετική εξέλιξη. Υπάρχει μία κατ’ αρχήν κατανόηση του πού πρέπει να διοχετευθεί ένα μέρος αυτών των κεφαλαίων, ώστε να παραχθεί αξία» είπε χαρακτηριστικά. Ωστόσο, παρά την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στα επόμενα βήματα, «οι μεγάλες παθογένειες που θέτουν εμπόδια στην υλοποίηση επενδύσεων εξακολουθούν να υπάρχουν» τόνισε ο κ. Καλλιτσάντσης αναγνωρίζοντας ως βασική παθογένεια τη χρονοβόρα διαδικασία για την απονομή της δικαιοσύνης. «Χρειάζεται να συνταχθεί ένας οδικός χάρτης με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιάγραμμα, ώστε και τα δικαστήρια να αποσυμφορηθούν και να μην δημιουργούνται νέες καθυστερήσεις σε καινούργιες υποθέσεις» είπε χαρακτηριστικά και συνέχισε αναφέροντας ως το επόμενο μεγάλο πρόβλημα τους χρόνους αδειοδότησης αλλά και γενικότερης απόκρισης των δημοσίων υπηρεσιών.
«Μπορεί το εκάστοτε νομοθετικό πλαίσιο να προβλέπει συγκεκριμένους χρόνους αλλά αυτοί δεν τηρούνται ποτέ», είπε χαρακτηριστικά. «Σημείο – κλειδί για την ύπαρξη αναίτιων και άσκοπων καθυστερήσεων είναι το γεγονός ότι το νομοθετικό πλαίσιο δεν θεσπίζει αποζημιωτικές ρήτρες εις βάρος της Διοίκησης για αναιτιολόγητες καθυστερήσεις στην έκδοση διοικητικών πράξεων (αδειών). Η ύπαρξη αστικής ευθύνης θεωρώ ότι θα ήταν καταλυτική για την εξομάλυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών και την τήρηση των χρόνων που ορίζει ο νόμος»
«Για μέρος, τουλάχιστον της επενδυτικής κοινότητας (διεθνούς και εγχώριας) η αξιοπιστία του Ελληνικού Δημοσίου ως αντισυμβαλλομένου έχει κλονιστεί. Νομίζω ότι αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάποια υπόθεση κατά νου» τόνισε. Κατά τον κ. Καλλιτσάντση θα πρέπει να δομηθεί εκ νέου σχέση εμπιστοσύνης χρειάζεται χρόνος και το πρόβλημα είναι ότι χρόνος δεν υπάρχει καθώς όπως υπογράμμισε τα 32 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να συμβασιοποιηθούν τα επόμενα 3 χρόνια.
«Δηλαδή μέσα σε 3 χρόνια θα πρέπει να έχουν γίνει προκηρύξεις, διαγωνισμοί, αξιολογήσεις και συμβάσεις. Όλο αυτό από μόνο του είναι άθλος γιατί ο χρόνος είναι ελάχιστος για επενδύσεις αυτού του συνολικού ύψους (€32δις.) με δεδομένες τις παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας. Αν σε όλα αυτά τα βήματα προστεθούν οι όποιες δικαστικές προσφυγές, η επίτευξη του χρονοδιαγράμματος των 3 χρόνων θα είναι θαύμα!» είπε χαρακτηριστικά.
Εξάρχου: Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια διαφαίνεται μια αχτίδα φωτός
Στα μακροχρόνια προβλήματα στον χώρο των υποδομών αναφέρθηκε ο Αλέξανδρου Εξάρχου, Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΚΤΩΡ μιλώντας 24ο Συνέδριο του Economist. Όπως τόνισε ο «δημόσιος διάλογος γύρω από τις υποδομές και την ανάπτυξη, για πολλά χρόνια διεξήχθη με όρους αφηρημένους. Τα δύσκολα ξεκινούσαν όταν η συζήτηση ξέφευγε από το γενικό και γινόταν συγκεκριμένη. Όταν οι εξαγγελίες για έργα υποδομών έπρεπε να μεταφραστούν σε προκηρύξεις και διενέργεια διαγωνισμών, σε αναζήτηση χρηματοδότησης για αυτά τα έργα, σε μελέτες. Όταν κοινώς η σκληρή πραγματικότητα συναντιόταν την ώρα της υλοποίησης με τις υποσχέσεις».
Ο κ. Εξάρχου έθεσε το ζήτημα της σύνδεσης μεγάλων λιμανιών της χώρας – όπως εκείνα της Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Αλεξανδρούπολης, αλλά και τα πιο τουριστικά όπως της Ραφήνας και του Λαυρίου με το σιδηροδρομικό δίκτυο που όπως είπε και αυτό χρήζει άμεσης ανάγκης αναβάθμισης προκειμένου να μπορούν να εξυπηρετήσουν ασφαλώς και με ταχύτητα, τόσο τις επιβατικές όσο και τις εμπορευματικές μεταφορές.
Όπως σημείωσε ο κ. Εξάρχου η 6η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της χώρας που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2020, ανέφερε πως τα επενδυτικά σχέδια στους σιδηροδρόμους είχαν βαλτώσει κατά την προγραμματική περίοδο 2014-2020. «Στην καλύτερη των περιπτώσεων, σύμφωνα με την έκθεση, τρία ή τέσσερα έργα στον τομέα των σιδηροδρομικών υποδομών θα χρηματοδοτούνταν με 300 έως 400 εκατ. ευρώ. Σήμερα διαφαίνεται για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μια αχτίδα φωτός.
Υπάρχει πλέον μια σειρά έργων σιδηροδρομικών υποδομών που προωθείται προς υλοποίηση μετά από χρόνια κατά τα οποία παρέμεναν σε αδράνεια ή είχαν προχωρήσει ελάχιστα» είπε και συνέχισε λέγοντας πως υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα φιλόδοξο αλλά οριοθετημένο επενδυτικό πρόγραμμα, τόσο για νέα έργα μέσω διαγωνισμών, όσο και για προγραμματισμένες αναβαθμίσεις σε υπάρχοντα κομμάτια του σιδηροδρομικού δικτύου.
«Συγκεκριμένα, υπάρχουν έργα 700 εκατ. ευρώ που προωθούνται προς υλοποίηση και έχουν να κάνουν κυρίως με εργασίες αναβάθμισης που ολοκληρώνουν το κεντρικό δίκτυο της χώρας. Αφορούν δηλαδή στην εγκατάσταση συστημάτων ηλεκτροκίνησης, σηματοδότησης & τηλεπικοινωνιών, όπως η μονή γραμμή Λάρισα-Βόλος, η μονή γραμμή Θεσσαλονίκη-Ειδομένη, η αναβάθμιση του τμήματος ΣΚΑ-Οινόη και η αναβάθμιση και ηλεκτροκίνηση από Θεσσαλονίκη ως Προμαχώνα» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε 8 έργα προϋπολογισμού άνω των 3 δισ. ευρώ που «μπορούν να επιφέρουν τεράστιο πολλαπλασιαστικό όφελος στην οικονομία, εφόσον οι σχετικοί διαγωνισμοί προχωρήσουν άμεσα» είπε αναφερόμενος στα έργα για τη σύνδεση Θεσσαλονίκης με Αλεξανδρούπολη, τη σύνδεση της Αλεξανδρούπολης με το Ορμένιο,την Επέκταση του Προαστιακού Σιδηροδρόμου Αθηνών προς Ραφήνα και προς Λαύριο καθώς και την αναβάθμιση του Προαστιακού Δυτικής Αττικής, τη Νέα Διπλή Σιδηροδρομική Γραμμή Ρίο-Πάτρα, τη Σύνδεση του 6ου Προβλήτα Λιμένα Θεσσαλονίκης με το εθνικό δίκτυο και τέλος τη σύνδεση του λιμανιού της Ηγουμενίτσας με το Εμπορευματικό Κέντρο της Ηγουμενίτσας.
Όπως τόνισε, με την υιοθέτηση του μοντέλου του ανταγωνιστικού διαλόγου που επελέγη, μπορεί να καλύψει αυτή την ανάγκη και εφόσον το μοντέλο λειτουργήσει αποδοτικά, να επισπεύσει το χρόνο ολοκλήρωσης των μελετών, διενέργειας των διαγωνισμών και τελικά υλοποίησης των έργων.
«Μένει να διαφανεί, ωστόσο, κατά πόσο η ελληνική αγορά είναι αρκετά ώριμη για να χρησιμοποιήσει ορθά το μοντέλο του ανταγωνιστικού διαλόγου. Παράλληλα θα διαπιστωθεί στην πράξη κατά πόσο το νομικό μας πλαίσιο είναι πλήρες, ώστε να διασφαλίσει ότι θα επέλθουν μόνο τα οφέλη αυτού του μοντέλου χωρίς τις όποιες αδυναμίες ενδεχομένως παρουσιάζει».