Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορονοϊού, θετική παραμένει η διάθεση των ξένων επενδυτών για τη χώρα όπως τονίζει ο Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος ΕΥ Ελλάδος, που υπογραμμίζει οτι η επιτυχής διαχείριση από την κυβέρνηση της υγειονομικής κρίσης συντέλεσε στην περαιτέρω βελτίωση της εικόνας της χώρας στα μάτια των επενδυτών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας «EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2020», η οποία διεξήχθη μεταξύ 22 Μαΐου και 9 Ιουνίου 2020 - εν μέσω, δηλαδή, των lockdown που είχαν επιβληθεί σε διάφορες χώρες παγκοσμίως - είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό το γεγονός ότι μόνο ένα 6% των επενδυτών που είχαν δηλώσει ότι προτίθενται να επενδύσουν στη χώρα μας φέτος, αναφέρουν ότι ματαιώνουν τα σχέδιά τους. Το 28% δηλώνουν ότι θα τα «παγώσουν» προσωρινά, 4% ότι θα τα περιορίσουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, ενώ πάνω από τους μισούς μας λένε ότι δεν επηρεάζονται τα σχέδιά τους (50%) ή ότι ενισχύονται (3%).
Στην περαιτέρω βελτίωση της εικόνας της χώρας στα μάτια των επενδυτών συντέλεσε η επιτυχής διαχείριση από την κυβέρνηση της υγειονομικής κρίσης. Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής της EY Ελλάδος, σε ποσοστά που ξεπερνούν το 70%, οι επενδυτές έχουν θετική ή πολύ θετική άποψη, τόσο για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, όσο και για τα μέτρα στήριξης της οικονομίας, αλλά και για την ταχύτητα ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης στη διάρκεια της κρίσης.
Ως εκ τούτου, σχεδόν ένας στους δυο επενδυτές, δήλωσαν ότι η αντίληψή τους για την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, έχει βελτιωθεί. «Αυτό έρχεται να δικαιώσει όσους εξ αρχής αντελήφθησαν ότι δεν υπάρχει δίλημμα μεταξύ προστασίας της δημόσιας υγείας και της οικονομίας: προστατεύοντας την υγεία, μακροπρόθεσμα θωρακίζεις και την οικονομία, και αντίστροφα. Θεωρώ ότι πρόκειται για μια σημαντική κατάκτηση, που οφείλουμε να περιφρουρήσουμε και να αξιοποιήσουμε» τονίζει ο κ. Παπάζογλου.
Βελτιώνονται οι επενδυτικές προοπτικές της Ελλάδας
Εστιάζοντας στην ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, ο κ. Παπάζογλου επισημαίνει ότι η εικόνα παραμένει θετική, με σημαντικά, όμως, περιθώρια βελτίωσης σε επιμέρους τομείς. Πιο συγκεκριμένα, οι επενδυτές, σε ποσοστό 38%, εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας βελτιώθηκε την τελευταία χρονιά, ενώ το 69% αναμένουν περαιτέρω βελτίωση κατά την επόμενη τριετία - το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες όπου έγιναν αντίστοιχες έρευνες.
Στα πλεονεκτήματα της χώρας, όπως και στην περυσινή έρευνα της EY, προσμετρώνται η ποιότητα ζωής, οι τηλεπικοινωνιακές και ψηφιακές υποδομές της χώρας και το επίπεδο δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού. Σε αυτά εφέτος προστίθεται και το σταθερό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, ενώ σημειώνεται και μία σημαντική άνοδος σε αυτούς που αποτιμούν θετικά τις επιδόσεις της χώρας στη βιώσιμη ανάπτυξη και τις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή. «Θεωρώ το τελευταίο εξαιρετικά σημαντικό, με δεδομένη την προτεραιότητα που αποδίδεται διεθνώς σε αυτό το ζήτημα, αλλά και τις τεράστιες επενδυτικές ευκαιρίες που υπάρχουν στη χώρα μας στον τομέα των ΑΠΕ και της προστασίας του περιβάλλοντος» επισημαίνει ο κ. Παπάζογλου.
Αναφερόμενος στις αδυναμίες της χώρας ο κ. Παπάζογλου στέκεται στα τέσσερα σημαντικότερα σημεία, όπως τα κατέδειξε το δείγμα των επενδυτών που συμμετείχαν στην έρευνα: «πρώτον, πρέπει να στηρίξουμε τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας, που προσελκύει σήμερα τη μερίδα του λέοντος των επενδύσεων στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Αυτό είναι απαραίτητο για να δούμε τη χώρα να κάνει επιτέλους το άλμα προς την Ψηφιακή Εποχή, δημιουργώντας, παράλληλα, πολλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Πρέπει, επίσης, να συνεχίσουμε την προσπάθεια μείωσης της φορολογίας, κυρίως εκείνης των φυσικών προσώπων, στο βαθμό που θα μας το επιτρέψει η κατάσταση που δημιούργησε η πανδημία.
Επιπρόσθετα, οι χρόνοι απονομής της δικαιοσύνης, ένα πρόβλημα για το οποίο καθημερινά ακούμε από τους ξένους επενδυτές που έρχονται στην Ελλάδα, θα πρέπει να μειωθούν και να εξορθολογιστούν, εάν θέλουμε να δούμε τον αριθμό των επενδύσεων που τελικώς ευοδώνονται, να αυξάνεται. Τέλος, και ίσως σημαντικότερο, πρέπει να ενισχύσουμε τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού μας, με έμφαση σε τομείς όπου υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις, όπως η πληροφορική και οι τεχνολογίες του μέλλοντος, αλλά και τις ήπιες δεξιότητες, προκειμένου να το κάνουμε ανταγωνιστικότερο και να το θωρακίσουμε για το μέλλον της εργασίας, στη μετά-COVID-19 νέα κανονικότητα».
Σημειώνεται ότι η EY Ελλάδος για να συνεισφέρει στη θεραπεία ορισμένων από αυτών των αδυναμιών της χώρας και τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, παρουσίασε, μέσα από την έρευνά της, οκτώ άξονες προτάσεων, που στοχεύουν, παράλληλα, και στη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για τη χώρα.
Αυτοί οι άξονες, επιγραμματικά, στοχεύουν στη μετάβαση στην κυκλική οικονομία, την καθαρή ενέργεια και τη βιωσιμότητα, την ανάδειξη της καινοτομίας και της ψηφιακής τεχνολογίας σε κορυφαίες προτεραιότητες, την ενίσχυση και αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου, την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, την ενίσχυση του τομέα των logistics, την προσαρμογή στο μετά-COVID-19 μοντέλο εργασίας, την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, τέλος, τη διεθνή επικοινωνία του νέου, θετικού επενδυτικού κλίματος της χώρας.