Αποχή από τις ναυπηγήσεις νέων πλοίων έχουν ξεκινήσει τους τελευταίους μήνες οι πλοιοκτήτες, των Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων. Το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο παραγγελιών για φορτηγά πλοία, δεξαμενόπλοια και πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων να βρίσκεται πλέον στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 17 ετών, καθώς οι νέες παραγγελίες έχουν μειωθεί κατά 50%, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της BIMCO.
Η μεγαλύτερη επίδραση καταγράφεται στους στόλους των φορτηγών πλοίων και των πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων. Οι εκκρεμείς παραγγελίες ναυπήγησης φορτηγών πλοίων αφορούν σήμερα πλοία μεταφορικής ικανότητας 63,4 εκατ. τόνων dwt, μέγεθος που είναι 34,7% χαμηλότερο σε σχέση με πριν από 12 μήνες και το χαμηλότερο από το 2004. Στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, το βιβλίο παραγγελιών έχει μειωθεί κατά 10,3% ετησίως και βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο από τον Σεπτέμβριο του 2003.
Η τάση αυτή είχε φανεί ήδη από τον Απρίλιο, όταν το BD είχε αναφέρει σε σχετικό άρθρο ότι είχε υποβληθεί μόλις μία παραγγελία νέου πλοίου από ελληνικά εφοπλιστικά συμφέροντα. Η τάση αυτή διατηρήθηκε εν πολλοίς και τους επόμενους μήνες, καθώς οι Έλληνες πλοιοκτήτες ανέστειλαν το επενδυτικό τους πρόγραμμα, έως ότου αποτυπωθεί εναργέστερα ο αντίκτυπος της πανδημίας στην παγκόσμια οικονομία, με τα τελευταία δεδομένα να φαντάζουν ακόμα πιο δυσμενή, σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής αναλυτή ναυτιλίας της BIMCO, Πίτερ Σαντ, «τα νέα συμβόλαια ναυπηγήσεων ήταν από τις πρώτες περικοπές στις οποίες προχώρησαν οι πλοιοκτήτες και οι επενδυτές, ως απάντηση στην επίδραση της πανδημίας».
Αναλύοντας κανείς την εικόνα στον κλάδο του ξηρού φορτίου, όπου οι Έλληνες έχουν ηγετική παρουσία επί σειρά ετών, ελέγχοντας τον μεγαλύτερο στόλο παγκοσμίως, διαπιστώνει ότι κατά το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου, οι νέες παραγγελίες για ναυπήγηση φορτηγών πλοίων μειώθηκαν κατά 65,6% σε ετήσια βάση. Η κάμψη του παγκόσμιου εμπορίου και του όγκου των διακινούμενων φορτίων, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση ότι ο δρόμος προς την ανάκαμψη θα είναι μακρύς, έχει οδηγήσει τους περισσότερους πλοιοκτήτες στην ακύρωση επενδύσεων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, όπως είναι η ναυπήγηση ενός πλοίου. Μια τέτοια κίνηση δεσμεύει πολύτιμα κεφάλαια σε μια επένδυση, η οποία θα αρχίσει να αποδίδει μετά από 2-3 χρόνια (ανάλογα με τον χρόνο παράδοσης του πλοίου). Ως εκ τούτου, οι ναυτιλιακές εταιρείες επιλέγουν την στρατηγική αυτή, μόνο όταν έχουν μια κάποια πεποίθηση στις μακροπρόθεσμες προοπτικές της αγοράς στην οποία δραστηριοποιούνται (π.χ. ξηρό φορτίο, εμπόριο πετρελαίου κτλ.). Σήμερα, που τα πάντα είναι ρευστά, οι ναυπηγήσεις βρίσκονται στο ναδίρ.
Ταυτόχρονα με την κατάρρευση των παραγγελιών νέων ναυπηγήσεων πλοίων, ανοδικά κινείται και η ανακύκλωση πλοίων, καθώς πολλοί πλοιοκτήτες επιδιώκουν να ξεφορτωθούν τα πιο ηλικιωμένα πλοία του στόλου τους, πωλώντας τα στα διαλυτήρια, κυρίως της νοτιοανατολικής Ασίας (Ινδία, Πακιστάν και Μπαγκλαντές). Μόλις οι χώρες αυτές ήραν τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας και επαναλειτούργησαν τα διαλυτήρια, σημειώθηκε σημαντική άνοδος των διαλύσεων πλοίων. Τον Ιούλιο, πουλήθηκαν προς διάλυση πλοία μεγέθους 1,8 εκατ. τόνων dwt, μια αύξηση της τάξεως του 50% σε σχέση με τον περσινό Ιούλιο, αλλά και 400% σε σχέση με τον φετινό Απρίλιο, όταν η σχετική δραστηριότητα είχε εκμηδενιστεί.
Με δεδομένη την χαμηλή ζήτηση φορτίων και τις πιέσεις στους ναύλους, όλο και περισσότερα από τα πιο ηλικιωμένα πλοία του παγκόσμιου στόλου, δεν δικαιολογούν πλέον την ύπαρξή τους, ωθώντας τους πλοιοκτήτες στην πώλησή τους για διάλυση. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια παροδική αύξηση, λόγω της ανυπαρξίας δραστηριότητας την άνοιξη, αλλά για μια πιο μόνιμη κατάσταση.
Ακόμα όμως και μετά τις παραπάνω εξελίξεις, ο παγκόσμιος στόλος συνεχίζει να μεγαλώνει, απόρροια των καθελκύσεων νέων πλοίων, που είχαν παραγγελθεί τα προηγούμενα χρόνια. Με λίγα λόγια, η σημερινή “αμυντική” τακτική που εφαρμόζουν οι περισσότεροι πλοιοκτήτες, θα οδηγήσει μεν σε μείωση της προσφοράς (επομένως θα αυξήσει και τις πιθανότητες για άνοδο των ναύλων), αλλά όχι άμεσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σημερινός παγκόσμιος στόλος φορτηγών πλοίων διαθέτει για πρώτη φορά στην ιστορία, μεταφορική ικανότητα άνω των 900 εκατ. τόνων dwt (στοιχεία μέχρι τις αρχές Αυγούστου), έχοντας μεγεθυνθεί κατά 2,6% από τις αρχές του 2020.
Σύμφωνα με τον κ. Σαντ, «αυτή η συνεχιζόμενη αύξηση της προσφοράς πλοίων, παρά την μείωση των ναυπηγήσεων και την αύξηση των διαλύσεων, δεν μπορεί να αγνοηθεί, καθώς διανύουμε μια περίοδο όπου το παγκόσμιο εμπόριο οδεύει προς μια πολύ σημαντική μείωση φέτος, χωρίς να προβλέπεται να επιστρέψει στα επίπεδα που ήταν πριν την πανδημία, τουλάχιστον μέχρι το 2022. Έτσι, αν και η μείωση των ναυπηγήσεων θα μειώσει την μεγέθυνση του στόλου τα επόμενα χρόνια, η αποκατάσταση του ισοζυγίου προσφοράς-ζήτησης, είναι πιθανό να είναι κάτι δυσεύρετο τα επόμενα χρόνια», καταλήγει ο αναλυτής της BIMCO.