Άρρηκτα συνδεδεμένο με τις πιο σημαντικές και χαρούμενες στιγμές στη ζωή, το κόσμημα διανύει δύσκολες στιγμές εντός κι εκτός ελληνικών συνόρων, καθώς η πανδημία και η γενικευμένη αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει αλλάζουν τα δεδομένα στις καταναλωτικές συνήθειες.
Η ενίσχυση του ηλεκτρονικού εμπορίου τις εβδομάδες της καραντίνας δεν φάνηκε να έχει ιδιαίτερο εκτόπισμα σε ότι αφορά την συγκεκριμένη αγορά, η οποία προαπαιτεί την δοκιμή εντός του καταστήματος. Έτσι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, ποσοστό μόλις 3,68% των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν ηλεκτρονικά στην διάρκεια του lockdown κατευθύνθηκε στην κατηγορία κοσμημάτων/ωρολογιών στην χώρα μας, συμπιέζοντας περαιτέρω τις επιχειρήσεις.
Το ισχυρότερο πλήγμα ωστόσο για τον κλάδο προέρχεται από την έλλειψη τουριστικού ρεύματος φέτος, με δεδομένο ότι ποσοστό έως και 50% της συνολικής ελληνικής παραγωγής αργυροχρυσοχοΐας κατευθύνονταν μέχρι πρότινος προς τους ξένους επισκέπτες της χώρας μας και δη, τους τουρίστες από την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινή αισθητική.
Σύμφωνα με τον κ. Πέτρο Καλπακίδη, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Αργυροχρυσοχόων Κοσηματοπωλών Ωρολογοποιών (ΠΟΒΑΚΩ) και του Συλλόγου Κοσμηματοπωλών Ωρολογοποιών Θεσσαλονίκης (ΣΚΩΘ), τα μηνύματα είναι ιδιαίτερα απογοητευτικά για την εξέλιξη των πωλήσεων κοσμημάτων φέτος, με τις πρώτες εκτιμήσεις να προσδιορίζουν την κάμψη στο επίπεδο του 60% συγκριτικά με πέρσι.
Μόνες κατηγορίες που εμφανίζουν σχετική κινητικότητα είναι εκείνες που σχετίζονται με τις παραδοσιακές κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως οι γάμοι και οι βαπτίσεις. Σύμφωνα με τον κ. Καλπακίδη, ακόμη ένα προβληματικό σημείο για τον κλάδο της αργυροχρυσοχοΐας συνολικά αποτελεί η διατήρηση του φόρου πολυτελείας 10% για τις αγορές αξίας άνω των 1.000 ευρώ, που αποτέλεσε μνημονιακή δέσμευση της χώρας μας.
Ο ίδιος σημειώνει ότι έχουν γίνει διερευνητικές επαφές της Ομοσπονδίας με την κυβέρνηση στις αρχές του έτους για την κατάργηση του φόρου, ωστόσο τίποτε ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί, παρά το γεγονός ότι ο φόρος δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα. Στην παρούσα φάση, που ο κλάδος πλήττεται και από την κατακόρυφη αύξηση της τιμής των μετάλλων, εξίσου κρίσιμης σημασίας για τους επαγγελματίες είναι η επέκταση του μέτρου για την μείωση των μισθωμάτων έως και 40% μέχρι το τέλος του έτους, ένα αίτημα που διατυπώνεται από το σύνολο του εμπορικού κόσμου, ελέω πανδημίας. Κι αυτό ωστόσο βρίσκεται σε εκκρεμότητα προς το παρόν.
Στηριζόμενοι πλέον σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στους Έλληνες, οι αργυροχρυσοχόοι παροτρύνουν τους καταναλωτές να επιλέγουν το ελληνικό κόσμημα, απορρίπτοντας τα εισαγόμενα είδη, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις, είναι κατώτερης ποιότητας και αισθητικής. Με στόχο να στηριχθεί δε ο παραδοσιακός κλάδος της ελληνικής αργυροχρυσοχοΐας, η ΠΟΒΑΚΩ ζητά διαχρονικά την δημιουργία αντίστοιχου ΑΕΙ, σε αναγνώριση των σχεδόν 5.000 ετών της ιστορίας του, κατά το παράδειγμα της Ελβετίας που διαθέτει υψηλού κύρους σχολή ωρολογοποιίας.
Διεθνές το πλήγμα
Το κόσμημα πάντως πλήττεται διεθνώς, με ελάχιστες μεμονωμένες εξαιρέσεις πώλησης μέσω ηλεκτρονικών δημοπρασιών συλλεκτικών κομματιών πολύ υψηλής αξίας. Μέσα στην άνοιξη, και εν μέσω καραντίνας, οι οίκοι Sotheby’s και Christies πραγματοποίησαν αρκετές συναλλαγές ηλεκτρονικά, για κοσμήματα αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων έκαστο, αποδεικνύοντας ότι, παρά την αναμενόμενη συρρίκνωση της παγκόσμιας αγοράς πολυτελών ειδών φέτος, οι καταναλωτές πολύ υψηλών εισοδημάτων εξακολουθούν να κάνουν αγορές αντιμετωπίζοντας το κόσμημα ως επένδυση.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η ηλεκτρονική πλατφόρμα Threads Styling κατέγραψε αύξηση των πωλήσεων κοσμημάτων υψηλής αξίας κατά 124% τον Μάιο και κατά 83% τον Ιούνιο, με συγκεκριμένα αναγνωρίσιμα κομμάτια όπως τα ρολόγια Bulgari Serpenti, αξίας 130.000 δολαρίων, να καταγράφουν σημαντική ζήτηση. Είναι προφανές ότι, ακόμη και εν μέσω καραντίνας, ο κόσμος θέλει να γιορτάσει αλλά και να επενδύσει σε ένα κόσμημα που είναι διαχρονικό μεν, ορατό δε ακόμη και σε τηλεδιασκέψεις μέσω zoom…
Προ κορονοϊού πάντως, η παγκόσμια αγορά κοσμημάτων κατέγραφε θετικές επιδόσεις, με την εταιρεία Bain & Co να εκτιμά ότι το 2019 επετεύχθη ετήσια αύξηση κατά 7% συγκριτικά με το 2018, στην στιγμή που συνολικά η αγορά ειδών πολυτελείας αυξήθηκε κατά 4%. Ωστόσο, με δεδομένο ότι ο τουρισμός στηρίζει και τις δύο αυτές αγορές σε ποσοστό περίπου 40%-45% σύμφωνα με την Citi, η φετινή χρονιά αναμένεται να καταγράψει σημαντικές απώλειες. Η HSBC τοποθετεί την κάμψη στην παγκόσμια αγορά πολυτελών ειδών σε 17,5%, με το κόσμημα να κρίνεται περισσότερο ευάλωτο, καθώς αντιμετωπίζεται ως επένδυση, με αποτέλεσμα και η πιθανή ανάκαμψη να αναμένεται με σχετική καθυστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες πολυτελών αγαθών.
Χαρακτηριστικά είναι πάντως τα μεγέθη μερικών από τις μεγαλύτερες εταιρείες κοσμημάτων και ωρολογιών: η αμερικανική Tiffany & Co. είχε πτώση πωλήσεων κατά 45% το πρώτο τρίμηνο του 2020, ενώ οι ζημιές της άγγιξαν τα 65 εκατ δολάρια το διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου. Ο όμιλος Swatch Group (με γνωστά brands ρολογιών όπως Omega, Tissot και Breguet) κατέγραψε ζημίες ύψους 467 εκατ δολαρίων το πρώτο εξάμηνο φέτος, με πτώση τζίρου κατά 43,4% συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Ακόμη χειρότερα, ο κολοσσός εξόρυξης διαμαντιών De Beers, είδε τις πωλήσεις διαμαντιών να συρρικνώνονται κατά 1,2 δισ δολάρια, ή 95%, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με τις πωλήσεις να υποχωρούν σε 56 εκατ δολάρια έναντι 1,3 δισ το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Μόνη ελπίδα αισιοδοξίας αυτή την στιγμή εκπέμπεται από την Κίνα. Ο οίκος Bulgari είδε τις πωλήσεις του να αυξάνονται με τριψήφιο ποσοστό τον Απρίλιο και τον Μάιο στην χώρα, εξέλιξη που παρακίνησε και τον οίκο Boucheron, εταιρεία του ομίλου Kering, να ανοίξει πριν λίγες ημέρες και τρίτο κατάστημα στο Πεκίνο. Η θετική προοπτική για την αγορά κοσμημάτων υψηλής αξίας και με υπογραφή είναι εμφανής και στην πρόθεση του ομίλου Louis Vuitton Moet Hennessy να εξαγοράσει την αμερικανική εταιρεία Tiffany, παρά την καθυστέρηση που η πανδημία προκάλεσε στην ολοκλήρωση της συμφωνίας.
Για την LVMH, η σχεδιαζόμενη εξαγορά θα σημάνει ότι ελέγχει μία εκ των τεσσάρων μεγαλύτερων εταιρειών υψηλής κοσμηματοποιίας (οι υπόλοιπες είναι οι Cartier, Van Cleef & Arpels και Bulgari), περαιτέρω ισχυροποιώντας το προφίλ της ως ο μεγαλύτερος όμιλος πολυτελών ειδών στον κόσμο.