Διαφορετική θα είναι η «επόμενη ημέρα» της πανδημίας για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και τις εργασιακές σχέσεις, με ολοένα μεγαλύτερη έμφαση να δίδεται πλέον στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, όπως επισημαίνει ο Σταύρος Κουμεντάκης, Managing Partner της δικηγορικής εταιρείας «Κουμεντάκης & Συνεργάτες», τονίζοντας την ανάγκη ορθής στόχευσης και αποφυγής της καταστροφολογίας.
«Από τις αρχές Μαΐου άρχισε η διαδικασία επανόδου σε μια κανονικότητα, με σταδιακή άρση των προστατευτικών μέτρων. Σε πρακτικό επίπεδο, κάθε επιχείρηση θα κληθεί τώρα να διαχειριστεί "τα του οίκου της": η περίοδος απαγόρευσης των απολύσεων σταδιακά εξαντλείται και οι επιχειρήσεις θα επιδιώξουν να μειώσουν ανελαστικά κόστη, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, με πρώτη σκέψη ενδεχομένως τη μείωση του μισθολογικού κόστους μέσω και απολύσεων», πρόσθεσε.
Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι λύσεις σε αυτόν τον γρίφο; Στη διάρκεια διαδικτυακής εκδήλωσης, που διοργανώνει αυτή την ώρα η «Κουμεντάκης & Συνεργάτες», σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), ο κ.Κουμεντάκης, αφού υπενθύμισε ότι οι πληγείσες λόγω πανδημίας επιχειρήσεις στην Ελλάδα ξεπερνούν τις 800.000 και οι θέσεις εργασίας που τίθενται εν κινδύνω εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 1.700.000 (οκτώ στους δέκα εργαζόμενους), επισήμανε ότι στην ΕΕ υπάρχει αποδοχή των προγραμμάτων μειωμένου ωραρίου, ως μέσου για την προστασία των θέσεων εργασίας, την επιβίωση των επιχειρήσεων και τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης.
Μείωση και διευθέτηση χρόνου εργασίας
Όπως προκύπτει από απαντήσεις που έδωσε η ΕΕ σε ερωτήσεις ενδιαφερομένων για το κοινοτικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα SURE, προϋπολογισμού 100 δισ. ευρώ, «πολλές επιχειρήσεις, που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αναγκάζονται να αναστείλουν προσωρινά ή να μειώσουν σημαντικά δραστηριότητες και το ωράριο εργασίας των εργαζομένων. Με την αποφυγή των άσκοπων απολύσεων, τα συστήματα μείωσης του ωραρίου μπορούν να αποτρέψουν τις σοβαρότερες και πιο μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες ενός προσωρινού κλυδωνισμού για την οικονομία και την αγορά εργασίας στα κράτη-μέλη».
Είναι όμως αρκετές οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (πχ, εκ περιτροπής εργασία, μερική απασχόληση, συμβάσεις ετοιμότητας, τηλεργασία) για τη διάσωση της απασχόλησης; διερωτήθηκε ο κ. Κουμεντάκης. Στο πλαίσιο της αναζήτησης λύσεων, είπε, σημαντικό εργαλείο είναι η λεγόμενη διευθέτηση χρόνου εργασίας, η οποία (σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως κεντρική ιδέα και τουλάχιστον στην Κύπρο και τη Γερμανία εφαρμοζόμενη στην πράξη), περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- τη δυνατότητα κατανομής ωρών απασχόλησης σε μια περίοδο αναφοράς (έτος, εξάμηνο, τετράμηνο, δίμηνο κτλ), ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης και λαμβανομένων υπόψη των επιθυμιών του εργαζομένου. Βάσει αυτού του εργαλείου, οι περίοδοι αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης εναλλάσσονται, χωρίς να αυξομειώνονται οι ώρες εργασίας και επιπρόσθετα για την υπερεργασία και την υπερωρία προβλέπεται πληρωμή ή/και ρεπό.
Κατά τον κ. Κουμεντάκη, αυτή η λύση έχει πλεονεκτήματα τόσο για την επιχείρηση (ορθολογικότερη διαχείριση στελεχιακού δυναμικού κι έμμεση μείωση μισθολογικού κόστους, ενώ ταυτόχρονα δεν ενθαρρύνεται η μετατροπή των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές), όσο και για τους εργαζόμενους (π.χ., μπορούν να διαμορφώσουν τον χρόνο απασχόλησής τους βάσει των αναγκών/επιθυμιών τους σε σημαντικό βαθμό, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται ο χρόνος μετακίνησης από/προς την εργασία).
Ωστόσο, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο η διευθέτηση χρόνου απασχόλησης καλύπτεται επαρκώς, η εφαρμογή της στην πράξη στην Ελλάδα πάσχει. Τα όσα προβλέπονται είναι -όπως υποστήριξε ο κ. Κουμεντάκης- δυσλειτουργικά και ανεφάρμοστα, αφού -μεταξύ άλλων- επιβάλλεται ο/η εργαζόμενος να είναι ενταγμένος/η σε συνδικαλιστική οργάνωση -αλλιώς η διευθέτηση χρόνου απασχόλησης δεν εφαρμόζεται.
«Ας αντιστρέψουμε την τάση μας να κάνουμε σύνθετα τα απλά» είπε, παρουσιάζοντας την πρότασή του «ο χρόνος εργασίας κάθε εργαζόμενου να τηρείται, συνολικά, σε κάποια χρονική βάση-περίοδο αναφοράς (ετήσια, εξαμηνιαία, τετραμηνιαία) και να υπάρχει δυνατότητα κατανομής του ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης ή τις επιθυμίες του εργαζόμενου, ώστε περίοδοι εντατικής απασχόλησης να εναλλάσσονται με περιόδους άδειας ή και μειωμένου ωραρίου, για τις οποίες δεν προβλέπεται αυξομείωση αποδοχών».
Τι πιστεύουν εργαζόμενοι και επιχειρήσεις για την τηλεργασία
Το 85% των θέσεων εργασίας που θα υπάρχουν το 2030 δεν έχουν ακόμα «εφευρεθεί», σύμφωνα με έρευνα του Institute For The Future για λογαριασμό της Dell Technologies. Αλλαγές που η 4η βιομηχανική επανάσταση φαινόταν να επιφέρει στην αγορά εργασίας, η πανδημία ήρθε να τις επισπεύσει, όπως υπογραμμίζει, στο πλαίσιο της ίδιας εκδήλωσης, η Ελένη Ασβεστά, Group HR Director της Kleemann και πρόεδρος του Παραρτήματος Β.Ελλάδος του Συνδέσμου Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού Στελεχών Ελλάδας (ΣΔΑΔΕ). Κατά την κ. Ασβεστά, η τηλεργασία ήταν από τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης με τη μεγαλύτερη εξέλιξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της KPMG, το 92% των πολυεθνικών επιχειρήσεων και το 75% των ελληνικών υιοθέτησε την εργασία από το σπίτι. Βάσει άλλων ερευνών, του ΣΔΑΔΕ και της KPMG, επτά στις δέκα επιχειρήσεις θα ήθελαν να εξετάσουν τη δυνατότητα να συνεχίζεται η εργασία από το σπίτι για κάποιες ημέρες, με κυρίαρχες τις τεχνολογικές (στις οποίες το ποσοστό όσων θα ήθελαν κάτι τέτοιο ξεπερνά το 80%). Παράλληλα, σύμφωνα με την κα Ασβεστά, το 72% των εργαζομένων σε πολυεθνικές επιχειρήσεις και το 62% σε ελληνικές έχει θετική στάση στο να συνεχίσει την τηλεργασία και μετά την πανδημία.
«Είναι εξαιρετικά σημαντικό και επείγον να επαναπροσδιοριστούν πολλά και σημαντικά πεδία των εργασιακών σχέσεων. Να χτιστούν αυθεντικές/ ειλικρινείς σχέσεις, να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο, τόσο συμπαγές και ταυτόχρονα τόσο ευέλικτο που να εξυπηρετεί τις ανάγκες όλων των ενδιαφερόμενων μερών, με βάση τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη (...). Προς αυτή την κατεύθυνση, ίσως το κλειδί της επιτυχίας να είναι ένα υβριδικό μοντέλο που περιλαμβάνει συνδυασμό ευέλικτων μορφών εργασίας και ανταποκρίνεται στις εκάστοτε ανάγκες επιχειρήσεων και εργαζομένων», καταλήγει η κ. Ασβεστά.
3 άξονες κι 8 δέσμες προτάσεων
Δραματική είναι η πρόβλεψη για μείωση του κύκλου εργασιών και της ετήσιας κερδοφορίας των βιομηχανιών, σύμφωνα με τις μετρήσεις που πραγματοποίησε ο ΣΒΕ, στη διάρκεια του lockdown, αφού όπως επισημαίνει η διευθύντρια υπηρεσιών του συνδέσμου, Στέλλα Πολίτου, στη δεύτερη σχετική έρευνα, στις 30-31 Μαρτίου, εννέα στους δέκα ερωτηθέντες δήλωσαν ότι πλήττονται άμεσα ή έμμεσα από την Covid-19 (έναντι ποσοστού 45% στην πρώτη μέτρηση, στις 12-13 Μαρτίου).
Στη διάρκεια της κρίσης, η διοίκηση του ΣΒΕ κινήθηκε με βάση τρεις άξονες:
1)ενημέρωση μελών σε θέματα υγειονομικής προστασίας και πρωτοβουλιών της δημόσιας διοίκησης (εκδόθηκαν 38 ενημερωτικά φυλλάδια),
2) διεξαγωγή ερευνών μεταξύ των μελών του για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης και
3)κατάθεση προτάσεων προς την Πολιτεία.
Ως προς το τελευταίο, κατατέθηκαν οκτώ δέσμες προτάσεων για: ενίσχυση ρευστότητας, διατήρηση θέσεων εργασίας - πρόγραμμα επιδότησης εργοδοτικών εισφορών, πληρωμή των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων προς το κράτος, ειδική μέριμνα για την αναλογική στήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων, θεσμοθέτηση της ευελιξίας του ωραρίου εργασίας, εξορθολογισμό και προσαρμογή του μέτρου «Αναστολής Σύμβασης Εργασίας», επανεκκίνηση της οικονομίας μέσω επενδύσεων κι επίλυση χρονιζόντων προβλημάτων της βιομηχανίας.