Η Ελλάδα ήταν, μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία, μία από τις τρεις πλέον ευνοημένες χώρες από την κατανομή των κονδυλίων του νέου Ταμείου Ανάκαμψης, σύμφωνα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όμως, αυτή η «μάχη» δεν έχει κριθεί: όπως θα φανεί και στην αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup, οι δυνάμεις που θέλουν να συρρικνώσουν το Ταμείο Ανάκαμψης, να αλλάξουν την φιλοσοφία που το διέπει και, τελικά, να φθάσουν στην Ελλάδα λιγότερα κεφάλαια και με πιο δύσκολους όρους είναι αρκετές και ισχυρές.
Το λεγόμενο Μπλοκ της Λιτότητας, δηλαδή η Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία, όχι μόνο δεν έχει εγκαταλείψει τις ενστάσεις του για τη φιλοσοφία και τις βασικές αρχές του νέου Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά τις διατυπώνει και με μεγαλύτερη ένταση, ενόψει της δύσκολης διαπραγμάτευσης που τώρα αρχίζει. Αυτό φάνηκε στη χθεσινή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. (Ecofin), όπου οι υπουργοί Οικονομικών των Τεσσάρων επανέλαβαν πως θεωρούν υπερβολικό το μέγεθος του νέου «πακέτου», ότι οι όροι για το δανεισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την αγορά δεν είναι σαφείς, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο αποπληρωμής των δανείων, ότι η υποστήριξη των ασθενέστερων οικονομιών θα πρέπει να γίνει με δάνεια και όχι επιχορηγήσεις, αλλά και να τεθούν σαφείς όροι για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Εκφράζοντας αυτές τις κοινές θέσεις των Τεσσάρων, ο υπουργός Οικονομικών της Αυστρίας, Γκέρνοτ Μπλούμελ δήλωσε απερίφραστα ότι η χώρα του δεν θα εγκρίνει το σχέδιο της Κομισιόν, έως ότου το μέγεθος του Ταμείου μικρύνει και οι όροι αποπληρωμής γίνουν σαφείς. «Το συνολικό πακέτο δεν είναι αποδεκτό στην τρέχουσα μορφή του, τόσο όσον αφορά το μέγεθος όσο και το περιεχόμενό του. Η πρόταση δεν λέει πώς θα αποπληρωθούν τα χρήματα, βασίζεται πάρα πολύ σε μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις παρά σε δάνεια και δεν τα συνδέει επαρκώς με όρους», υπογράμμισε ο Μπλούμελ.
Για την Ελλάδα, τα θέματα που τίθενται από τους Τέσσερις είναι εξόχως σημαντικά. Από τα 32 δισ. που έχει (θεωρητικά...) λαμβάνειν η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα 24 δισ. ευρώ προτείνεται να έλθουν με τη μορφή επιχορηγήσεων, δηλαδή να είναι δωρεάν χρήμα, που δεν «φουσκώνει» το χρέος. Αν αλλάξει η σύνθεση του «πακέτου», η χώρα θα δικαιούται λιγότερες επιχορηγήσεις και θα πρέπει να σταθμίσει αν μπορεί να πάρει πρόσθετα δάνεια, χωρίς κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους. Επιπλέον, αν οι όροι για την καταβολή των επιχορηγήσεων γίνουν πολύ αυστηρότεροι, όπως επιμένει το Μπλοκ της Λιτότητας, η κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε ένα γνώριμο πολιτικό πρόβλημα, αφού θα κληθεί εκ νέου να λειτουργήσει κάτω από ενός είδους μνημονιακή επιτήρηση, που θα περιορίζει τα περιθώρια άσκησης πολιτικής ακόμη περισσότερο από όσο περιορίζονται με την ενισχυμένη εποπτεία που εφαρμόζεται ήδη.
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτές οι ενστάσεις που «πλαγιοκοπούν» τις προτάσεις της Κομισιόν και την αντίστοιχη γαλλογερμανική συμφωνία, που είχε ανακοινωθεί νωρίτερα. Ακόμη περισσότερες χώρες (εκτός από τους Τέσσερις, πρόκειται για το Βέλγιο, την Ιρλανδία, τη Λιθουανία και την Ουγγαρία, σύμφωνα με πρόσφατα ρεπορτάζ των "Financial Times") έχουν θέσει σε σκληρή αμφισβήτηση τον τύπο, με βάση τον οποίο η Κομισιόν υπολόγισε το μερίδιο των χωρών στο «πακέτο», καταλήγοντας στην πριμοδότηση Ελλάδας, Ιταλίας και Ισπανίας.
Η Κομισιόν σταθμίζει τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στις χώρες, με βάση το ΑΕΠ τους, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το ποσοστό της ανεργίας που έχει καταγραφεί την τετραετία 2015 - 2019. Αυτός ο τύπος βοηθά πολύ την Ελλάδα, που είχε πολύ μικρό ρυθμό ανάπτυξης τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, οι επικριτές αυτής της μεθόδου υπολογισμού λένε (χωρίς αυτό να είναι εντελώς αβάσιμο) ότι η μεθοδολογία της Κομισιόν δεν καταλήγει στην ενίσχυση χωρών ανάλογα με το πλήγμα που δέχθηκαν από την πανδημία, αλλά ανάλογα με προβλήματα των οικονομιών τους που μπορεί να προϋπήρχαν της πανδημίας και είναι άσχετα με τη συζήτηση για το Ταμείο Ανάκαμψης. Για παράδειγμα, η Πολωνία θα έχει πολύ ήπια ύφεση φέτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, αλλά καταλήγει να λαμβάνει πολύ μεγάλες ενισχύσεις.
Βέβαιο είναι ότι αυτές οι διαφωνίες, που αναμένεται να εκφρασθούν με όλη την ένταση στη Σύνοδο Κορυφής που προγραμματίζεται τον Ιούλιο, δεν θα εκτροχιάσουν εντελώς τις προσπάθειες της Ευρώπης να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Ένας συμβιβασμός θα βρεθεί, τελικά, για να προχωρήσει η σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης. Θα είναι, όπως όλα δείχνουν, ένας σύνθετος συμβιβασμός, από τον οποίο όλοι θα έχουν λόγους να μην είναι ικανοποιημένοι, αλλά και όλες οι κυβερνήσεις θα μπορούν να τον υποστηρίξουν στο εσωτερικό τους ακροατήριο.
Το ζητούμενο για την ελληνική πλευρά είναι να μην πάει πολύ μακριά αυτός ο συμβιβασμός στην υιοθέτηση αιτιάσεων από τους επικριτές της πρότασης της Κομισιόν. Ένα μεγάλο «ψαλίδισμα» των 32 δισ., η ενδεχόμενη αύξηση των δανείων έναντι των επιχορηγήσεων στη σύνθεση του τελικού «πακέτου», ή η επιβολή υπερβολικά αυστηρών όρων, που θα «δέσουν τα χέρια» της κυβέρνησης στην αξιοποίηση των πόρων και θα επαναφέρουν στη δημόσια συζήτηση την πολιτικά «τοξική» συζήτηση για «μνημόνια», αποτελούν τους μεγάλους κινδύνους σε αυτή την ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η τελική έκβαση θα είναι ικανοποιητική για τη χώρα, τουλάχιστον όσο ικανοποιητικές ήταν οι αρχικές προτάσεις της Κομισιόν.