Χωρίς την έγκριση της Κομισιόν για τις φοροελαφρύνσεις του 2020, που αποτελούν έμβλημα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, ετοιμάζεται το υπουργείο Οικονομικών να καταθέσει, την Δευτέρα 7 Οκτωβρίου, το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού, ενώ αμέσως μετά θα συνεχισθεί ο αγώνας δρόμου για να «ανάψει πράσινο» από τις Βρυξέλλες στις ελαφρύνσεις.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται εξ αποστάσεως για τον προϋπολογισμό του 2020, μετά τον έλεγχο που έγινε από τους επικεφαλής των Θεσμών στην Αθήνα, αλλά ως τώρα οι εκτιμήσεις των δύο πλευρών παραμένουν σε μεγάλη απόσταση, καθώς η Κομισιόν επιμένει ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για ελαφρύνσεις το 2020.
Ειδικότερα, ενώ η ελληνική πλευρά υπολογίζει ότι τον επόμενο χρόνο θα υπάρξει μια υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 1 δισ. ευρώ, η οποία θα επιτρέψει να υλοποιηθούν οι ελαφρύνσεις χωρίς άλλα μέτρα εξισορρόπησης, η Κομισιόν επιμένει ότι τέτοιος δημοσιονομικός χώρος δεν θα υπάρξει, αλλά, αντίθετα, οι ελαφρύνσεις θα ανοίξουν κενό τουλάχιστον 900 εκατ. ευρώ, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με άλλα μέτρα πολιτικής.
Τη συζήτηση δυσκολεύει, σύμφωνα με πληροφορίες, η άκαμπτη στάση της Κομισιόν στο θέμα των επιστροφών κερδών από τις κεντρικές τράπεζες. Αν η κυβέρνηση εξασφαλίσει, τον Δεκέμβριο, από το Eurogroup έγκριση για τις επόμενες εκταμιεύσεις κερδών από τις κεντρικές τράπεζες και, παράλληλα, επιτραπεί να υπολογίζονται αυτές στο πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με τους κανόνες της ενισχυμένης επιτήρησης, τότε θα ανοίξει στον προϋπολογισμό του 2020 χώρος 1,2 δισ. ευρώ, που θα είναι αρκετός για να καλύψει το κόστος των ελαφρύνσεων.
Όμως, η Κομισιόν επιμένει ότι αυτή η έγκριση δεν μπορεί να προεξοφληθεί και να επηρεάσει τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2020, ο οποίος θα πρέπει να καταλήγει με ασφάλεια σε πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πιθανή διευκόλυνση μέσω της επιστροφής κερδών.
Επιπλέον, απόσταση χωρίζει τις δύο πλευρές και σε ό,τι αφορά τις μακροοικονομικές προβλέψεις, που επηρεάζουν τους υπολογισμούς για το πλεόνασμα. Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι το 2020 ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιταχυνθεί, χάρη στα μέτρα πολιτικής που εφαρμόζονται (ελάφρυνση φόρων, τόνωση επενδύσεων), ενώ η Κομισιόν είναι επιφυλακτική στην υιοθέτηση πολύ πιο αισιόδοξων προβλέψεων από αυτές που είχε δημοσιεύσει το καλοκαίρι και έκαναν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης 2,2% το 2020.
Άλλωστε, υπέρ της επιφυλακτικότητας αυτής συνηγορεί η σαφής επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, καθώς οι μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης διολισθαίνουν προς την ύφεση, αλλά και απρόβλεπτα γεγονότα με πιθανή μεγάλη επίδραση στην ελληνική οικονομία, όπως η πτώχευση της Thomas Cook, που, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των ξενοδόχων, μπορεί να αφαιρέσει ακόμη και 2,5 δισ. ευρώ από το ΑΕΠ του 2020.
Οι Θεσμοί πάλι στην Αθήνα;
Με αυτές τις διαφορές να παραμένουν αγεφύρωτες, ο Χρήστος Σταϊκούρας υποδέχεται σήμερα στο ΥΠΟΙΚ τον απερχόμενο επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί. Δεν αποκλείεται οι δύο άνδρες να συμφωνήσουν για την επιστροφή στην Αθήνα των επικεφαλής των Θεσμών, την επόμενη εβδομάδα, ώστε να γίνει μια ακόμη προσπάθεια συμβιβασμού, πριν υποβληθεί στην Κομισιόν το προσχέδιο του προϋπολογισμού, στις αρχές της μεθεπόμενης εβδομάδας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται αυτή την φορά μπροστά σε διπλή διαδικασία ελέγχου, καθώς δεν έχουμε μπροστά μόνο την αξιολόγηση στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης μετά το μνημόνιο, αλλά συμμετέχουμε, για πρώτη φορά, και στη διαδικασία ελέγχου των προϋπολογισμών από την Κομισιόν.
Στις 8 Νοεμβρίου, η Κομισιόν θα παρουσιάσει τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της και στις 21 Νοεμβρίου θα παρουσιασθούν οι αξιολογήσεις των προϋπολογισμών των κρατών μελών. Αν μέχρι τότε δεν έχουν γεφυρωθεί οι διαφορές, η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια δυσμενή αξιολόγηση.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης, δεν υπάρχει το παραμικρό περιθώριο αστοχιών στην αξιολόγηση από τους Θεσμούς, που θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί χωρίς καθυστερήσεις και δυσμενείς παρατηρήσεις ως το τέλος Νοεμβρίου. Αλλιώς, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο αναβολής των ευνοϊκών αποφάσεων του Eurogroup για τις επιστροφές κερδών από τις κεντρικές τράπεζες.