«Παγωμένη» εμφανίζεται κατά την διάρκεια του τελευταίου τριμήνου η αγορά γραφείων, σε ό,τι αφορά τις νέες μισθώσεις, καθώς οι επιχειρήσεις τηρούν στάση αναμονής, έως ότου αξιολογήσουν τις νέες τους ανάγκες. Η ανάδυση της τηλεργασίας και της εκ περιτροπής προσέλευσης στην εργασία έχουν διαμορφώσει ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο στην αγορά, με αποτέλεσμα να εξετάζονται διάφορες εναλλακτικές από τις εταιρείες, αναφορικά με τις μελλοντικές τους ανάγκες στέγασης.
Αναμφίβολα, η διεργασία αυτή έχει επίπτωση και στην αγορά γραφείων, η οποία πέρσι διάνυσε τον καλύτερο της χρόνο από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, με τη ζήτηση και τα ενοίκια να κινούνται ανοδικά και ταυτόχρονα να περιορίζονται οι αποδόσεις. Αντίστοιχα, σε επίπεδο συναλλαγών καταγράφηκαν αγοραπωλησίες αξίας άνω των 500 εκατ. ευρώ, δείγμα της επενδυτικής ζήτησης.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της Proprius, συμβούλου ακινήτων, η οποία λειτουργεί και ως εκπρόσωπος της Cushman & Wakefield στην ελληνική αγορά, κατά την διάρκεια των επόμενων 12 μηνών, τόσο οι τιμές ενοικίασης, όσο και οι αξίες προβλέπεται να υποχωρήσουν. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και με τις νέες ενοικιάσεις. Από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα έχουν απορροφηθεί μόλις 20.000 τ.μ. γραφειακών χώρων, αριθμός ο οποίος δύσκολα θα μεγαλώσει σημαντικά στη συνέχεια του 2020. Το 50% των νέων μισθώσεων ή περίπου 10.000 τ.μ. αφορούν γραφεία στην Λ. Κηφισίας, την Αττική Οδό και την Λ. Μεσογείων. Πρόκειται για τα δημοφιλέστερα σημεία της Αττικής με τη χαμηλότερη διαθεσιμότητα, καθώς ο σχετικός δείκτης δεν ξεπερνά το 6,76%.
Στο σύνολο του λεκανοπεδίου, ο δείκτης διαθεσιμότητας διαμορφώνεται (στοιχεία α’ τριμήνου) σε 8,59%. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Proprius, τουλάχιστον 75.000 τ.μ. νέων κτιρίων βρίσκονται υπό κατασκευή, μέγεθος που είναι αντίστοιχο της συνολικής ετήσιας απορρόφησης της ελληνικής αγοράς γραφείων. Πριν την πανδημία, η σχετική δραστηριότητα θεωρούνταν ανεπαρκής για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση, η οποία αναμενόταν να ενταθεί ακόμα περισσότερο, καθώς το 2020 προβλεπόταν σταθερή οικονομική κι επιχειρηματική ανάπτυξη. Διεθνείς όμιλοι ετοιμάζονταν να εισέλθουν στην ελληνική αγορά, άλλες επιχειρήσεις ετοιμάζονταν να επεκτείνουν τα γραφεία τους.
Πλέον κάθε σχετικό σχέδιο έχει σταματήσει. Ταυτόχρονα, αρκετές εταιρείες επαναξιολογούν τις ανάγκες τους και δεν αποκλείεται να προχωρήσουν ακόμα και σε μείωση των χώρων που νοικιάζουν, καθώς ενδέχεται να προχωρήσουν σε μονιμοποίηση της τηλεργασίας, τουλάχιστον για ένα μέρος του προσωπικού τους. Άλλες πάλι, θεωρούν την τάση αυτή ως κάτι το προσωρινό κι ετοιμάζονται να επαναλειτουργήσουν με πλήρες προσωπικό, χωρίς εκ περιτροπής εργασία, μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες. Παράλληλα, ζητούν και αναπροσαρμογή του ενοικίου τους, πιέζοντας την αγορά.
Ουσιαστικά, έχει χαθεί η ισορροπία από την αγορά γραφείων και όλοι οι εμπλεκόμενοι (χρήστες, επενδυτές, ιδιοκτήτες) τηρούν στάση αναμονής, έως ότου αυτή αποκατασταθεί και διαφανεί σε ποιο σημείο θα επέλθει η νέα ισορροπία, δηλαδή σε τι επίπεδο ενοικίων και ζήτησης. Όπως σχολίαζαν τις προηγούμενες ημέρες στελέχη της αγοράς ακινήτων, «δεν ξέρουμε καν τι θέλουν πλέον οι εταιρείες σε ό,τι αφορά τη στέγασή τους. Οι ανάγκες έχουν αλλάξει τόσο ως προς τις επιφάνειες, αλλά και ως προς τη διαμόρφωσή τους. Αν η τάση αυτή δεν είναι κάτι παροδικό, ίσως χρειαστεί να διαφοροποιήσουμε κι εμείς με τη σειρά μας τα ακίνητα που θα κατασκευάσουμε».
Η μόνη σταθερά είναι η απουσία σύγχρονων κτιρίων γραφείων, καθώς αυτό το πρόβλημα χρονολογείται από την περίοδο της οικονομικής κρίσης και δεν είχε προλάβει να επιλυθεί μέχρι την έλευση του νέου κορονοϊού. Η υποεπένδυση στην κατασκευή νέων γραφείων επί σχεδόν 10 χρόνια δεν είναι κάτι που μπορεί να αντιμετωπιστεί σε 1-2 χρόνια καλής λειτουργίας της αγοράς. Ως εκ τούτου, ανάγκες για νέα γραφεία θα υπάρχουν και σε λίγους μήνες από σήμερα. Το ζήτημα είναι από ποιους ομίλους και σε τι τιμές; Προς το παρόν πάντως, οι ιδιοκτήτες αρνούνται να μειώσουν τα ενοίκια, προσφέροντας ως κίνητρο στις επιχειρήσεις, π.χ. 1 - 2 μήνες δωρεάν ενοίκιο. Ανάλογη στάση τηρούν και οι πωλητές, οι οποίοι εξακολουθούν να έχουν τις ίδιες απαιτήσεις που είχαν και πριν το νέο κορονοϊό. Ωστόσο, λίγοι επενδυτές είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν σήμερα το ίδιο ρίσκο. Περισσότερο ξεκάθαρη εικόνα θα υπάρξει μετά το καλοκαίρι και ανάλογα με την πορεία τόσο της ύφεσης, όσο και των κρουσμάτων.