Ένας πρωτοφανής «εμφύλιος πόλεμος» εποπτικών αρχών ξέσπασε για την αγορά της κινητής τηλεφωνίας καθώς η Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών με ανακοίνωσή της αμφισβητεί ανοιχτά τα ευρήματα ειδικής έρευνας που έγινε για λογαριασμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού και έδειξε ότι η Ελλάδα έχει από τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη καθώς δε λειτουργεί ομαλά ο ανταγωνισμός στην αγορά.
Στην θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για το κόστος των υπηρεσιών ευρυζωνικού κινητού δικτύου, που κατατάσσεται τη χώρα μας ως μία από τις ακριβότερες στην Ευρώπη, απαντά η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) κάνοντας λόγο για «παράδοξα και εν πολλοίς αντιφατικά στοιχεία ενώ η μεθοδολογία που ακολουθεί είναι αμφιβόλου αξιοπιστίας».
Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωσή της η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων αναφέρει: «Η ΕΕΤΤ από το 2000 ασκεί "διττή αρμοδιότητα" στην αγορά των Τηλεπικοινωνιών και των Ταχυδρομείων και συγκεκριμένα τόσο της ex ante εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στο πλαίσιο του ρυθμιστικού της ρόλου αλλά και της ex post εφαρμογής τού εθνικού και ενωσιακού δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτό το μοντέλο έχει αποδειχθεί η βέλτιστη επιλογή, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων στις συγκεκριμένες αγορές περιλαμβάνουν και τις δύο παραπάνω πτυχές ενώ παράλληλα επιτρέπει τη συμπληρωματική εφαρμογή της ex ante ρύθμισης και των κανόνων περί ελεύθερου ανταγωνισμού με αποδοτικό τρόπο.
Η ανάθεση της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού στην αγορά των τηλεπικοινωνιών αποκλειστικά σε εξειδικευμένη ανεξάρτητη αρχή συμβαδίζει απόλυτα με έναν εθνικό σχεδιασμό ο οποίος αντιμετωπίζει τον τομέα των Τηλεπικοινωνιών και της Πληροφορικής ως τομέα στρατηγικής σημασίας και προτεραιότητας».
Επίσης, η ΕΕΤΤ υποστηρίζει πως στη μελέτη της έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπάρχουν «παράδοξα και αντιφατικά στοιχεία» ενώ η μεθοδολογία που ακολουθεί είναι αμφιβόλου αξιοπιστίας όπως:
- «Οι πολιτικές κοινής χρήσης υποδομής αποτελούν διεθνή τάση με στόχο τη μείωση του κόστους επενδύσεων και πρέπει να ενθαρρύνονται, και προφανώς πρέπει να διευκρινίζεται αν αφορούν χρήση φάσματος, χρήση ενεργού εξοπλισμού ή απλώς παθητικό εξοπλισμό που οδηγεί και σε μείωση του αριθμού των κεραιοσυστημάτων.
- Η επιλογή των χωρών που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα αποτελούν αντιπαραδείγματα παρεμβάσεων, όπως η περίπτωση του Καναδά η οποία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοπωλιακής/δυοπωλιακής αγοράς.
- Η επιλογή στη σύγκριση πακέτων που δεν είναι αντιπροσωπευτικά της μέσης χρήσης στην ελληνική αγορά, καθώς δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην επιβάρυνση της φορολογίας ή άλλων χαρακτηριστικών όπως η χρονική δέσμευση του συμβολαίου, η επιδότηση συσκευής ή εκπτωτική πολιτική, κλπ. Αφορά δηλαδή σε ένα πολύ μικρό μερίδιο αγοράς».
Και προσθέτει πως η ΕΕΤΤ θεωρεί ότι το βασικό κριτήριο επιλογής μοντέλου αρμοδιοτήτων ανεξαρτήτων αρχών πρέπει να είναι η αποτελεσματικότητα άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων. «Σημειώνουμε ότι από το 2000 η ΕΕΤΤ έχει εκδώσει πάνω από εκατό (100) αποφάσεις κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας του ανταγωνισμού. Το 80% αφορά τη διερεύνηση παραβάσεων των άρθρων 1 και 2 του ν.3959/2011 (και πρώην ν.703/77), ενώ το υπόλοιπο 20% αφορά ελέγχους συγκεντρώσεων στις αγορές των αρμοδιοτήτων της».
Τέλος, η ΕΕΤΤ στην ανακοίνωσή της τονίζει: «Σε κάθε περίπτωση η βελτίωση του ανταγωνισμού στην αγορά των τηλεπικοινωνιών απαιτεί εκτενή διαρκή ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων της αγοράς και προσεκτικό σχεδιασμό καινοτόμων αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστικών παρεμβάσεων λαμβάνοντας υπόψη και τις τάσεις διεθνώς. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με αναλύσεις βασισμένες σε περιορισμένα δεδομένα και επιφανειακές προσεγγίσεις ούτε και με προσεγγίσεις υπερ-ρύθμισης».
«Οι όποιες νομοθετικές παρεμβάσεις πρέπει να βασίζονται σε συστηματικές και ώριμες αναλύσεις, πολλώ δε μάλλον οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις που πρέπει να διέπονται από τον βασικό κανόνα της ρυθμιστικής βεβαιότητας. Η ΕΕΤΤ ασκεί τη "διττή" της αρμοδιότητα με συνέπεια και ωριμότητα τα τελευταία 20 χρόνια συμβάλλοντας στο άνοιγμα της ελληνικής αγοράς, στην τεχνολογική εξέλιξη, στη προστασία του καταναλωτή/χρήστη και της ελληνικής οικονομίας. Η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών υπηρεσιών από άποψη κόστους και ποιότητας για τους καταναλωτές με παράλληλη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι ο εξαιρετικά σύνθετος στόχος του οποίου η επίτευξη αποτελεί προτεραιότητα μας».