Ανοδικά κινήθηκε η οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2025, καταγράφοντας σημαντική αύξηση σε άδειες, επιφάνεια και όγκο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ).
Παρά τη θετική αυτή εικόνα, το συνολικό αποτύπωμα του κλάδου σε ετήσιο και εξαμηνιαίο επίπεδο εμφανίζει σημάδια κόπωσης, αντανακλώντας τις προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η αγορά ακινήτων.
Τον Ιούνιο του 2025 εκδόθηκαν 2.566 οικοδομικές άδειες σε όλη τη χώρα, αριθμός αυξημένος κατά 6,1% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024. Η συνολική επιφάνεια των οικοδομών ανήλθε σε 593.813 τ.μ., σημειώνοντας αύξηση 17,8%, ενώ ο συνολικός όγκος έφτασε τα 2.722.600 κυβικά μέτρα, αυξημένος κατά 16,9%.
Η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα αποτέλεσε τον κύριο μοχλό ανάπτυξης, με 2.532 άδειες (+5,9%) και αύξηση 19,3% στην επιφάνεια (557.848 τ.μ.) και 22,9% στον όγκο (2.541.385 κ.μ.). Οι δημόσιες άδειες ήταν μόλις 34, με συμμετοχή 6,7% στον συνολικό όγκο.
Στο διάστημα Ιουλίου 2024 – Ιουνίου 2025, η συνολική οικοδομική δραστηριότητα διαμορφώθηκε σε 28.790 άδειες, αντιστοιχώντας σε 6.435.954 τ.μ. επιφάνειας και 29.221.867 κ.μ. όγκου.
Παρά τα θετικά μηνιαία στοιχεία, η εικόνα σε ετήσια βάση δείχνει μείωση 3,3% στον αριθμό των αδειών, 6,9% στην επιφάνεια και 6,8% στον όγκο σε σχέση με την περίοδο Ιουλίου 2023 – Ιουνίου 2024.
Η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα ακολούθησε αντίστοιχη πορεία, με πτώση 3,6% στον αριθμό των αδειών, 7,3% στην επιφάνεια και 6,9% στον όγκο. Η συμμετοχή της δημόσιας δραστηριότητας στον συνολικό όγκο περιορίστηκε στο 3,1%.
Αισθητά πιο αρνητική είναι η εικόνα στο πρώτο εξάμηνο του 2025 (Ιανουάριος – Ιούνιος). Η συνολική οικοδομική δραστηριότητα υποχώρησε κατά 13,8% στον αριθμό των εκδοθεισών αδειών, κατά 23,9% στην επιφάνεια και κατά 18,3% στον όγκο σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2024.
Η ιδιωτική δραστηριότητα σημείωσε πτώση 14% στις άδειες, 24,1% στην επιφάνεια και 17,7% στον όγκο. Οι επιδόσεις αυτές αντικατοπτρίζουν τη γενικότερη επιβράδυνση της αγοράς, επηρεασμένης από την αύξηση του κόστους κατασκευών, τα υψηλά επιτόκια και τις αλλαγές στις επενδυτικές προτεραιότητες.