Μέχρι στιγμής η πανδημία δεν έχει «χτυπήσει» τη φυτική παραγωγή, ενώ πολλοί σπεύδουν να επισημάνουν ότι καταγράφεται υψηλή ζήτηση σε οπωροκηπευτικά, γεγονός που «πριμοδοτεί» την εγχώρια παραγωγή.
Όμως κάθε άλλο παρά από εφησυχασμό αισθάνονται οι παραγωγοί καθώς η έλλειψη εργατών γης αλλά και οι πολιτικές προστατευτισμού (δασμοί και απαγορεύσεις εξαγωγών) απειλούν την εξασφάλιση αποθεμάτων και την ομαλότητα στην τροφοδοσία της αγοράς. Σε ό,τι αφορά στο εισόδημα των παραγωγών, η πορεία της πανδημίας δημιουργεί ανασφάλεια και για το πως θα εξελιχθούν οι τιμές παραγωγού.
Αρχής γενομένης με το ζήτημα των εργατών γης, ήδη παρατηρείται έντονη απροθυμία των εποχικών εργατών να πάνε στο χωράφι. Η στάση αυτή είναι εν μέρει δικαιολογημένη στο πλαίσιο του φόβου εξάπλωσης του κορονοϊού. Ωστόσο το θέμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ομαλή διεξαγωγή της παραγωγικής διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι παραγωγοί έχουν ρίξει στο τραπέζι την πρόταση να δοθεί σε όσους πρόσφυγες επιθυμούν η δυνατότητα να εργαστούν στις καλλιέργειες.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η νεοσύστατη Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Φρούτων - Πυρηνοκάρπων και Αχλαδιών επιδιώκει την αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού από τα Κέντρα Φιλοξενίας Προσφύγων της Κεντρικής Μακεδονίας.
Ενόψει της αυξημένης ζήτησης για εργατικά χέρια που προβλέπεται από τις αρχές Μαΐου και με δεδομένο ότι, σύμφωνα με την εμπειρία από τις προηγούμενες χρονιές, το έλλειμμα είναι περίπου 8.000 εργάτες γης σε Ημαθία και Πέλλα, η Διεπαγγελματική ζήτησε από την κυβέρνηση τη συνδρομή της για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του δυναμικού των προσφύγων.
Σε πρώτη φάση ο σχεδιασμός προβλέπει τα κέντρα φιλοξενίας που βρίσκονται σε Βέροια, Αλεξάνδρεια, Διαβατά και Κάτω Μηλιά και στο βαθμό που υπάρξει περαιτέρω ανάγκη σε συνεννόηση με το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής να ενταχθούν πρόσφυγες και από άλλα κέντρα.
Επί του διαδικαστικού, πρέπει να υπάρξει συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς της Κυβέρνησης ώστε να δοθεί η δυνατότητα μαζί με την τουριστική βίζα οι πρόσφυγες να μπορούν να πάρουν και άδεια εργασίας, ώστε οι παραγωγοί- εργοδότες να μπορούν να κόβουν με απλούστερο τρόπο εργόσημο για τους εποχιακούς κ.ά. Στο βαθμό που ξεκινήσει πιλοτικά αυτή η πρωτοβουλία θα μπορούσε να διευρυνθεί σε όλες τις καλλιέργειες που έχουν ανάγκη εργατών.
Στο πεδίο της ζήτησης, μολονότι στη παρούσα συγκυρία δεν διαφαίνονται προβλήματα σε ό,τι αφορά στην τροφοδοσία της αγοράς ο προβληματισμός των παραγωγών αφορά σε δύο σημεία.
Το πρώτο έγκειται στο γεγονός ότι η κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης εντός και εκτός συνόρων για φρούτα και λαχανικά δημιουργεί την ανησυχία για την δυνατότητα – στο βαθμό που διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα η πανδημία- αποθεματοποίησης, η οποία κάποια στιγμή θα πιάσει «ταβάνι». Την ίδια στιγμή οι περιορισμοί στις μεταφορές, οι δασμοί και ενδεχόμενες απαγορεύσεις εξαγωγών δημιουργούν επιπλέον αγκυλώσεις.
Παράλληλα, όπως σημειώνουν εκπρόσωποι του κλάδου η αυξημένη ζήτηση δεν αφορά σε όλα τα προϊόντα, καθώς η τάση των καταναλωτών είναι να στρέφονται κυρίως σε εσπεριδοειδή, με αποτέλεσμα φρούτα όπως π.χ. οι φράουλες να μην εμφανίζουν ομαλή ροή κατανάλωσης. Οι παραγωγοί σε αυτή τη περίπτωση αντιμετωπίζουν πέρα από το ενδεχόμενο να υπάρξουν μεγάλες αδιάθετες ποσότητες και το ζήτημα των χαμηλών τιμών.
Παράλληλα για όσα προϊόντα «τρέχουν» κανονικά προσώρας στις περισσότερες αγορές, εκφράζεται αβεβαιότητα για τυχόν προβλήματα που μπορεί να αρχίσουν να είναι ορατά τις επόμενες εβδομάδες και να ενταθούν τους επόμενους μήνες, την εποχή δηλαδή ωρίμανσης των βασικών φρούτων και λαχανικών. Μια τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει αναπόφευκτα την ευμετάβλητη πορεία των τιμών παραγωγού.
Ένα ακόμα ζήτημα που θέτουν οι εκπρόσωποι του πρωτογενούς τομέα αφορά στο γεγονός ότι καταγράφονται σημαντικές ανατιμήσεις στις τιμές καταναλωτή οι οποίες δεν συνάδουν με τις τιμές πώλησης από τους παραγωγούς, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για φαινόμενα αισχροκέρδειας στην αγορά εις βάρος των καταναλωτών.