«Δεν υπάρχει θέμα έκτακτου φόρου» στα τραπεζικά κέρδη, υπογράμμισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εξηγώντας τις μεγάλες διαφορές που έχει η περίπτωση της Ελλάδας από άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, που επέβαλαν έκτακτη φορολογία στα κέρδη των τραπεζών.
Όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, μιλώντας στο OT Forum, ορισμένες χώρες έχουν προχωρήσει σε επιβολή έκτακτου. Σημείωσε ότι στην Ισπανία η κίνηση αυτή έχει προκαλέσει κατάρρευση των μετοχών των τραπεζών. Στην Ελλάδα, όμως, όπως ανέφερε ο διοικητής της ΤτΕ, υπάρχει η ιδιαιτερότητα της μεγάλης συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογίας στα κεφάλαια των τραπεζών, που φθάνει σε ποσοστό 40% των κεφαλαίων τους.
Ο διοικητής της ΤτΕ εξήγησε ότι για να μην χρειασθεί κατά το παρελθόν μια πολύ μεγάλη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, προκειμένου να καλύψουν τις ζημιές τους από τα ομόλογα και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προβλέφθηκε με νόμο ότι οι τράπεζες θα μπορούν να υπολογίζουν στο κεφάλαιό τους τις επιστροφές φόρου που θα λάβουν στο μέλλον για τον συμψηφισμό αυτών των ζημιών.
Ο νόμος προβλέπει μια απόσβεση των αναβαλλόμενων φόρων εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, το οποίο μάλιστα επισπεύσθηκε με πρωτοβουλία των τραπεζών πρόσφατα. «Όσο οι τράπεζες αποσβένουν, δεν μπορούν να πληρώνουν φόρο γιατί θα πάει πίσω η απόσβεση του virtual κεφαλαίου. Με τον φόρο θα καθυστερήσει η εξυγίανση», των τραπεζικών ισολογισμών, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας. «Κάποια στιγμή οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις θα πρέπει να γίνουν καταβεβλημένο κεφάλαιο», πρόσθεσε.
Μόνο 4 δισ. τα μετρητά στην οικονομία
Για τις τραπεζικές προμήθειες, ο κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι είναι σχετικά υψηλές σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Πρόσθεσε ότι σήμερα υπάρχει το σύστημα άμεσων πληρωμών IRIS, που ελέγχουν κατά 70% οι τράπεζες και κατά 30% η Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο πρέπει να γίνει εθνικό σύστημα πληρωμών.
Σήμερα ο κόσμος έχει εμπιστοσύνη στην οικονομία, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το χαρτονόμισμα σε κυκλοφορία στην οικονομία έχει μειωθεί μόλις σε 4 δισ. ευρώ, έναντι 50 δισ. στην κορύφωση της κρίσης και 5 δισ. πριν την κρίση. Όταν αυξάνεται τόσο πολύ η χρήση των καρτών και των άλλων ηλεκτρονικών μέσων στις πληρωμές, οι τράπεζες δεν μπορούν να παίρνουν πολύ υψηλές προμήθειες, τόνισε.
Εξέφρασε, πάντως, την αισιοδοξία του ότι ο πέμπτος πόλος που δημιουργείται στο τραπεζικό σύστημα από την Attica Bank, την Optima Bank, τη Viva Bank και τις συνεταιριστικές τράπεζες θα βοηθήσει στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά, ώστε να μειωθούν οι προμήθειες. Και είναι σημαντικό, όπως τόνισε, ότι όλες οι τράπεζες παίρνουν από το κράτος τα ίδια εργαλεία, όπως το σχέδιο «Ηρακλής».
«Θα συνεχίσουμε τη μείωση επιτοκίων τον Δεκέμβριο»
Σχετικά με τα επιτόκια της ΕΚΤ, ο Γ. Στουρνάρας εκτίμησε ότι «απ' ότι φαίνεται θα συνεχίσουμε τον Δεκέμβριο τη μείωση των επιτοκίων». Η αύξηση του πληθωρισμού στο 2,3% τον Νοέμβριο δεν προβληματίζει την ΕΚΤ, καθώς, όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, ήταν αποτέλεσμα βάσης.
Για τη συζήτηση που έχει ανοίξει περί παρέμβασης της ΕΚΤ για τη στήριξη της Γαλλίας, μετά τη μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης, ο κ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε ότι υπάρχει εργαλείο, το TPI, όμως αυτό δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί χωρίς να υπάρχει μια συμφωνία της γαλλικής κυβέρνησης για τη λήψη οικονομικών μέτρων.
Το πρόβλημα σήμερα στην ευρωζώνη, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, είναι η Γαλλία. Η Γερμανία, όπως είπε, έχει δημοσιονομικό χώρο, αλλά η πολιτική της περιορίζεται από το συνταγματικό «φρένο χρέους». Η Γερμανία έχει σήμερα πρόβλημα παραγωγικού μοντέλου, καθώς είχε βασισθεί στη φθηνή ενέργεια, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας.
Για την Ελλάδα, ο διοικητής της ΤτΕ επισήμανε ότι η πορεία της οικονομίας είναι θετική: «Πηγαίνουμε πολύ καλά και θα πρέπει να το διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού. Πρέπει να διατηρήσουμε τα μαξιλάρια ασφαλείας που έχουμε, κυρίως δηλαδή τη δημοσιονομική υπευθυνότητα και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Χρειάζονται επενδύσεις για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που άφησε η κρίση και μεταρρυθμίσεις για να αυξήσουμε την παραγωγική ικανότητα, ιδιαίτερα σε εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες».