Ένα νέο σκηνικό για τις τράπεζες και τους δανειολήπτες διαμορφώνει η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, μετά την αύξηση των επιτοκίων σε επίπεδα ρεκόρ για να αναχαιτισθεί ο πληθωρισμός. Οι τράπεζες θεωρούν πλέον σχεδόν βέβαιη άλλη μια μείωση επιτοκίων ως το τέλος του έτους, την τέταρτη φέτος, και μειώνουν το κόστος χρήματος για τους πελάτες τους, προσβλέποντας σε σημαντική αύξηση των χορηγήσεων, πρωτίστως στις επιχειρήσεις.
Ενδεικτικές είναι οι νέες προβλέψεις που περιέλαβε η Τράπεζα Πειραιώς στην τελευταία ανακοίνωση αποτελεσμάτων της, σχετικά με τα επιτόκια της ΕΚΤ και για το χαρτοφυλάκιο των ενήμερων δανείων της:
- Ο αρχικός στόχος που είχε τεθεί τον Φεβρουάριο για το βασικό επιτόκιο (αποδοχής καταθέσεων) της ΕΚΤ ήταν 3,75% στο τέλος του έτους. Ο ενημερωμένος στόχος που ανακοινώθηκε την Παρασκευή προβλέπει μείωση του επιτοκίου στο 3% στο τέλος του έτους. Δηλαδή, η διοίκηση της τράπεζας περιμένει ότι μετά τις τρεις μειώσεις κατά 0,25% που έγιναν τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, η ΕΚΤ θα προχωρήσει ως το τέλος του χρόνου σε μία ακόμη μείωση επιτοκίου που θα το οδηγήσει στο 3%, από το 4% στο τέλος του προηγούμενου έτους.
- Η μείωση των επιτοκίων βοηθά τις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων, κάτι που αποτυπώνεται και στις σχετικές προβλέψεις της Πειραιώς. Ενώ αρχικά, τον Φεβρουάριο, είχε τεθεί στόχος να διαμορφωθεί στα 31,5 δισ. ευρώ το χαρτοφυλάκιο των εξυπηρετούμενων δανείων, στις τελευταίες προβλέψεις ο στόχος αυξήθηκε κατά 1,5 δισ. ευρώ, στα 33 δισ. ευρώ. Η Πειραιώς προβλέπει 10% αύξηση των επιχειρηματικών δανείων το 2024, με αύξηση κατά 7% προς τις μικρομεσαίες και 16% προς τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι τράπεζες εκτιμούν περαιτέρω αποκλιμάκωση των επιτοκίων το 2025 προβλέποντας ότι τα βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί κοντά στο 2% μέχρι το τέλος του 2025.
Μέχρι στιγμής, το τρέχον έτος, οι τράπεζες άρχισαν να μειώνουν το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων πριν ακόμη μειώσει τα επιτόκιά της η ΕΚΤ το καλοκαίρι, αν και παραμένουν ακόμη υψηλά. Όπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα,
- Το κόστος δανεισμού των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 επηρεάστηκε από τις προσδοκίες για τη μείωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ. Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο νέων δανείων μειώθηκε κατά 28 μονάδες βάσης σε 5,73% τον Αύγουστο του 2024, από 6,01% το Δεκέμβριο του 2023, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλό επίπεδο.
- Αντίστοιχα, την εν λόγω περίοδο το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο υφιστάμενων δανείων μειώθηκε κατά 43 μονάδες βάσης σε 5,95%, από 6,38%. Αξίζει να σημειωθεί ότι, τόσο για τα υφιστάμενα όσο και για τις νέες συμβάσεις δανείων προς ΜΧΕ, τα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών είναι μεταξύ των υψηλότερων στη ζώνη του ευρώ. Επισημαίνεται ότι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού επιδρά σημαντικά στη μείωση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Παράλληλα, καταγράφεται σημαντική αύξηση των καθαρών ροών δανείων προς τις επιχειρήσεις (στα νοικοκυριά παραμένουν αρνητικές). Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, στο 9μηνο του 2024 οι ροές προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν στα 3,3 δισ. ευρώ, έναντι 1,2 δισ. το 2023, όταν ακόμη τα υψηλά επιτόκια «έπνιγαν» την πιστωτική επέκταση, σημειώνοντας μια αύξηση κατά 177%.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι «το πρώτο εξάμηνο του 2024 η πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιταχύνθηκε. Οι τράπεζες χαλάρωσαν ελαφρώς τους όρους δανεισμού προς τις επιχειρήσεις, σύμφωνα με την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων, με τη ζήτηση δανείων να αυξάνεται κατά τους πρώτους μήνες του έτους και να παραμένει σταθερή στη συνέχεια.
Ειδικότερα, η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) από τα εγχώρια νομισματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (ΝΧΙ) αντιπροσωπεύει το 58% της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα στη χώρα. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των ΜΧΕ από τα ΝΧΙ τον Αύγουστο του 2024 παρέμεινε θετικός (10,5%), κινούμενος σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2023 (5,8%) και τον Αύγουστο του 2023».