Σε ματαίωση οδηγήθηκε ο «διπλός» διαγωνισμός για τα 13 περιφερειακά κέντρα Πολιτικής Προστασίας, ακολουθώντας την κακοδαιμονία που χτυπά τα κτηριακά ΣΔΙΤ της χώρας. Το μεγάλο ΣΔΙΤ που προκηρύχθηκε σε δύο clusters, συνολικού προϋπολογισμού 163,06 εκατ. ευρώ με ΦΠΑ, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των big 5 του κατασκευαστικού κλάδου, αλλά δεν ευτύχησε να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού.
Τριάμισι χρόνια μετά τη διπλή προκήρυξη του έργου ΣΔΙΤ για τη μελέτη, χρηματοδότηση, κατασκευή και διαχείριση για 27 χρόνια των 13 περιφερειακών κέντρων, ενός σε κάθε μία από τις 13 περιφέρειες της χώρας, η διαδικασία έμενε βαλτωμένη. Αν και οι αρχικές ενέργειες έτρεξαν γρήγορα από την Κτιριακές Υποδομές ΑΕ (ΚΤΥπ), καθώς τον Ιούνιο του 2021 έκλεισε το στάδιο της προεπιλογής, με τη συμμετοχή των: ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΑΚΤΩΡ Παραχωρήσεις, ΑΒΑΞ, Μυτιληναίος – ΑΤΕΣΕ και Intrakat, το πράγμα έφτασε σε αδιέξοδο.
Σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε, εχθές, το διοικητικό συμβούλιο της ΚΤΥπ, η ματαίωση των δύο διαγωνισμών οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παραδόθηκαν από το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, που είναι ο κύριος του έργου, οικόπεδα κατάλληλα, ιδιοκτησιακά και πολεοδομικά, για την ανέγερση των 13 κέντρων. Η ματαίωση των δύο διαγωνισμών συμπαρέσυρε και το σχετικό μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της ΚΤΥπ και της γενικής γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.
Επί της ουσίας, δηλαδή, η έλλειψη ωριμότητας που μαστίζει τους διαγωνισμούς αρκετών έργων ΣΔΙΤ, κυρίως κτηριακών, και η αδυναμία της διοίκησης να ανταποκριθεί εγκαίρως στις υποχρεώσεις της, ναρκοθέτησαν τον διπλό διαγωνισμό, που έφτασε ως το στάδιο του ανταγωνιστικού διαλόγου.
Το προφίλ της διπλής προκήρυξης
Υπενθυμίζεται ότι ο πρώτος διαγωνισμός αφορούσε στο cluster που περιλάμβανε την ανέγερση και λειτουργία των κέντρων στις περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου, Βορείου Αιγαίου και Ιονίων Νήσων, με εκτιμώμενη αξία 70,8 εκατ. ευρώ (χωρίς ΦΠΑ).
Στο cluster του δεύτερου διαγωνισμού περιλαμβάνονταν οι υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας, δηλαδή Στερεά Ελλάδα, Αττική, Πελοπόννησος, Δυτική Ελλάδα, Κρήτη και Νότιο Αιγαίο, με εκτιμώμενη αξία 60,7 εκατ. ευρώ (χωρίς ΦΠΑ). Οι πληρωμές διαθεσιμότητας των δύο ιδιωτικών φορέων σύμπραξης κατά την περίοδο της 25ετούς λειτουργίας θα καλύπτονταν με εθνικούς πόρους.
Στο πλαίσιο του έργου, η συνολική επιφάνεια εκάστου κτηρίου οριζόταν στα 2.919,76 τ.μ., με ισόγειο και υπόγειο σχεδόν αντίστοιχης επιφάνειας. Το ισόγειο προοριζόταν για τις κύριες λειτουργίες, ενώ στο υπόγειο τοποθετούνταν χώροι στάθμευσης, αποθηκευτικοί χώροι και ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις. Το επίπεδο του ισογείου θα αναπτυσσόταν γύρω από ένα κεντρικό αίθριο που θα παρείχε φυσικό φωτισμό και αερισμό σε χώρους γραφείων και χώρους κυκλοφορίας.