Σταθερή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη, μείωση του χρέους και επίτευξη μεγαλύτερης προόδου της ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος είναι οι τρεις βασικοί λόγοι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, από τον οίκο αξιολόγησης Scope, όπως τονίζει σε ανάλυσή του.
Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στο ΒΒΒ-, ήτοι σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας, τον περασμένο Αύγουστο, με την απόφασή του να επηρεάζεται από τη στήριξη που έχει η Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών και την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος.
Στην έκθεση τονίζεται ότι για να υπάρξει περαιτέρω βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, απαιτείται σταθερή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη και συνεχής δημοσιονομική εξυγίανση για τη διασφάλιση σημαντικής μείωσης του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, παρόλο που έχει ήδη μειωθεί κάτω από τα επίπεδα που βρίσκονταν προ της πανδημίας του κορονοϊού και εκτιμάται ότι «έκλεισε» το 2023 στο 160,3% του ΑΕΠ και ως εκ τούτου συγκλίνει με αυτό της Ιταλίας.
Παρ' όλα αυτά, ο λόγος του χρέους παραμένει ο υψηλότερος της ζώνης του ευρώ. Η κυβέρνηση πρέπει να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις και να διατηρήσει τη συνετή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών για να διασφαλίσει την περαιτέρω σταθερή μείωση του χρέους.
Το τραπεζικό σύστημα
Είναι απαραίτητη η περαιτέρω πρόοδος στην ενίσχυση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η κερδοφορία ανέκαμψε πρόσφατα. Οι ελληνικές τράπεζες ανέφεραν απόδοση ιδίων κεφαλαίων 12,9% κατά 9μηνο του 2023. Η πορεία θα συνεχιστεί, υποβοηθούμενη από τα υψηλότερα περιθώρια επιτοκίου και τη μείωση των προβλέψεων για επισφάλειες.
Οι τράπεζες έχουν επίσης προχωρήσει στην εξυγίανση των ισολογισμών τους, αν και εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά σε σχέση με τους μέσους όρους της ΕΕ όσον αφορά τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL). Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε επίπεδο συστήματος μειώθηκαν στο 7,9% τον Σεπτέμβριο του 2023 από το άνω του 49% στα μέσα του 2017. Η κυβέρνηση στήριξε τις τιτλοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων υιοθετώντας ένα σύστημα που παρέχει δημόσιες εγγυήσεις για τα senior notes. Πρόσφατα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια για την παράταση αυτού του καθεστώτος («Ηρακλής») τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024.
Εκτιμάται ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να διαχειρίζονται προληπτικά την ποιότητα του ενεργητικού τους για να κλείσουν περαιτέρω το χάσμα έναντι της υπόλοιπης ΕΕ. Ταυτόχρονα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ενδέχεται να αυξηθούν και πάλι στο μέλλον λόγω της επίδρασης των υψηλότερων επιτοκίων στις δυνατότητες εξυπηρέτησης του χρέους των δανειοληπτών.
Τα αυξημένα μερίδια των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στα συνολικά κεφάλαια του τραπεζικού συστήματος εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα. Οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις μειώθηκαν μόνο οριακά στο 51% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των εποπτικών τραπεζών τον Ιούνιο του 2023, από 52% στο τέλος του 2022. Ωστόσο, τα αυξανόμενα λειτουργικά κέρδη βοηθούν τις τράπεζες να συσσωρεύουν αποθεματικά και να βελτιώνουν την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Απαραίτητες μεταρρυθμίσεις
Η κυβέρνηση πρέπει να επιβλέψει περαιτέρω διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία, όπως ο περιορισμός των κινδύνων του εξωτερικού τομέα, η εξασφάλιση υψηλότερων ρυθμών μεσοπρόθεσμης οικονομικής ανάπτυξης ή/και η ενίσχυση της μακροοικονομικής βιωσιμότητας. Η Ελλάδα έχει σημαντικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μια καθαρή διεθνή επενδυτική θέση που βρίσκεται βαθιά σε θέση καθαρού οφειλέτη.
Το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας παραμένει κοντά στο 1% παρά τη συνεχή πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις μέσω και του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι περιορισμοί περιλαμβάνουν τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, καθώς και την αδύναμη και άνιση αύξηση της παραγωγικότητας σε όλες τις περιφέρειες λόγω της πολυετούς υποεπένδυσης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και της έλλειψης δυναμισμού του επιχειρηματικού τομέα.
Αναγκαία η πολιτική σταθερότητα
Η πρόσφατη υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας προσφέρει την πεποίθηση ότι η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη δεν είναι παροδική, αλλά υπάρχουν ωστόσο αρκετές προκλήσεις για τις προοπτικές.
Η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές του πληθωρισμού εγείρει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται προς τον στόχο της ΕΚΤ για το 2%. Ο δομικός πληθωρισμός βρίσκεται αρκετά πάνω από το 2% παρά την πρόσφατη αποκλιμάκωσή του. Αναμένεται ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ για μεγάλο μέρος του τρέχοντος έτους. Επιπλέον, δεν μπορούν να αποκλειστούν νέες κρίσεις από την πλευρά της προσφοράς ενόψει ενός ταραγμένου διεθνούς πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος, οι οποίες θα μπορούσαν να στείλουν και πάλι τον πληθωρισμό υψηλότερα αργότερα και να αναβάλουν περαιτέρω την πληρέστερη εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής.
Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι επίσης σημαντικές. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα είναι περισσότερο εκτεθειμένη στην άνοδο της θερμοκρασίας και σε συχνότερους καύσωνες και πυρκαγιές, οι οποίες μπορούν να βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας.
Νέες πολιτικές προκλήσεις θα μπορούσαν να προκύψουν εάν η κυβέρνηση απομακρυνθεί από τις τρέχουσες φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές μετά τις γενικές εκλογές που θα διεξαχθούν έως το 2027. Η διατήρηση ενός εποικοδομητικού διαλόγου με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τις κεφαλαιαγορές έχει σημασία, όπως και η αποφυγή του πειρασμού της περαιτέρω αντιστροφής των δύσκολων μεταρρυθμίσεων που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους.
Η ανάκτηση του καθεστώτος επενδυτικής βαθμίδας συνέβαλε στη μείωση του spread αποδόσεων των 10ετών ελληνικών κρατικών ομολόγων - σε λιγότερο από 100 μ.β. έναντι της Γερμανίας πρόσφατα - αντανακλώντας τη σημαντικά καλύτερη εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η περαιτέρω πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της δομής της οικονομίας και την ενίσχυση της μακροοικονομικής βιωσιμότητας θα συμβάλει στη βελτίωση της ελκυστικότητας της Ελλάδας για τους ξένους και εγχώριους επενδυτές. Επιπλέον, η εικαζόμενη κορύφωση του κύκλου αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ θα έπρεπε να διευκολύνει τις επενδύσεις.