Στους παράγοντες που στηρίζουν τη δυναμική πορεία της αγοράς ακινήτων στην εγχώρια οικονομία τόσο κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, όσο και στο α' τρίμηνο του 2024, εξετάζει η Alpha Bank σε έκθεσή της
Όπως εκτιμούν οι αναλυτές της τράπεζες υπάρχουν τέσσερις παράγοντες που στηρίζουν την ανοδική πορεία της αγοράς ακινήτων, οι οποίοι αφορούν το γεγονός ότι οι τιμές δεν έχουν ανακάμψει πλήρως από τα χρόνια της κρίσης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να υπεραποδίδει έναντι της ευρωζώνης, ο τουρισμός έχει ισχυρά θετική συμβολή, ενώ το ίδιο ισχύει για τις ξένες επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα.
Αναφέρουν ότι η δυναμική της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα παρέμεινε ισχυρή τόσο το 2023, όσο και το πρώτο τρίμηνο του 2024. Συγκεκριμένα, ο δείκτης τιμών οικιστικών ακινήτων που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος αυξήθηκε κατά 13,8% το 2023 και κατά 10,4% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο φέτος (Γράφημα 1).
Παράλληλα, οι τιμές των γραφείων και των καταστημάτων λιανικής αυξήθηκαν κατά 5,9% και 6,9% αντίστοιχα, το 2023, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Γράφημα 2α). Η ανοδική τροχιά που ακολουθεί ο δείκτης τιμών κατοικιών στην Ελλάδα, την τελευταία εξαετία, οδήγησε σε σωρευτική ανάκαμψη κατά 66% σε σύγκριση με την κατώτατη τιμή που σημειώθηκε το τρίτο τρίμηνο του 2017.
Αντίστοιχα, οι δείκτες των εμπορικών ακινήτων αυξήθηκαν κατά περίπου 33% συνολικά, σε σχέση με τις χαμηλές τιμές που κατέγραψαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα αυξήθηκαν ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρά τον αρνητικό αντίκτυπο που αυτή επέφερε στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ οι ρυθμοί ανόδου επιταχύνθηκαν την τελευταία διετία.
Η ανθεκτικότητα της αγοράς κατοικιών στην Ελλάδα -σε αντίθεση με την Ευρωζώνη όπου οι τιμές τόσο των οικιστικών, όσο και των εμπορικών ακινήτων μειώνονται τον τελευταίο χρόνο- έγκειται:
- Πρώτον, στο γεγονός ότι οι τιμές των ακινήτων στη χώρα μας δεν έχουν ανακάμψει πλήρως σε σύγκριση με τα επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, οι τιμές των κατοικιών παραμένουν 4% κάτω από το ανώτατο σημείο που είχε σημειωθεί το τρίτο τρίμηνο του 2008, ενώ οι τιμές των γραφείων και των καταστημάτων 10% και 3,5% αντίστοιχα σε σύγκριση με τις υψηλότερες τιμές τους, το πρώτο εξάμηνο του 2010. Επιπρόσθετα, ενώ την τετραετία 2014-2017 οι τιμές των ακινήτων στην Ευρωζώνη αυξάνονταν, στην Ελλάδα συνέχιζαν να ακολουθούν πτωτική τροχιά, παράλληλα με την πτώση της ζήτησης και της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα.
- Δεύτερον, στους θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα από το 2018 και μετά, οι οποίοι, την τελευταία τριετία, ήταν σημαντικά υψηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις, το ΑΕΠ στην Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται με ρυθμό υψηλότερο από τον αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), την επόμενη διετία, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 12.06.2024). Συγκεκριμένα, το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,1% σε ετήσια βάση στη χώρα μας, το πρώτο τρίμηνο του 2024, έναντι 0,5% κατά μέσο όρο στην ΕΕ-27. Παράλληλα με την άνοδο του ΑΕΠ βελτιώνονται και οι συνθήκες στην αγορά εργασίας, με την απασχόληση να έχει ενισχυθεί σημαντικά και το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό της ανεργίας να έχει υποχωρήσει σταδιακά στο 10,8% τον Απρίλιο του 2024, από 20,1% τον ίδιο μήνα του 2018.
- Τρίτον, στις επιδόσεις του τουρισμού και την ανάπτυξη της οικονομίας διαμοιρασμού. Οι τουριστικές αφίξεις και εισπράξεις κατέγραψαν ιστορικά υψηλά επίπεδα τόσο το 2019, όσο το 2023, γεγονός που αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στην αξιοσημείωτη άνοδο των διανυκτερεύσεων σε καταλύματα τα οποία διατίθενται σε ψηφιακές πλατφόρμες, μέσω της οικονομίας διαμοιρασμού. Το εν λόγω μέγεθος διαμορφώθηκε, βάσει της πειραματικής στατιστικής της Eurostat, σε 36,4 εκατ., το 2023, από 20,3 εκατ. το 2018 (Γράφημα 2β).
- Τέλος, στις ισχυρές Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) που σχετίζονται με την ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, οι οποίες ανήλθαν σε 2 δισ. τη διετία 2022-2023, έναντι Ευρώ 0,4 δισ., κατά μέσο όρο, την προηγούμενη δεκαετία. Η εφαρμογή του προγράμματος Golden Visa, το οποίο έδωσε κίνητρα σε πολίτες τρίτων χωρών για απόκτηση ακίνητης περιουσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε σημαντική ώθηση στις ΞΑΕ σε ακίνητα στη χώρα μας. Το υψηλό ενδιαφέρον ξένων επενδυτών ενδέχεται, ωστόσο, να μετριαστεί από την άνοδο των ορίων του εν λόγω προγράμματος που τέθηκαν σε εφαρμογή από τον Αύγουστο του 2023 και μετά.
Η άνοδος των αξιών των ακινήτων στη χώρα είναι εύλογο να ασκεί αυξητική επίδραση στην κατασκευαστική επενδυτική πρωτοβουλία, όπως αντανακλάται σε διάφορους δείκτες οικονομικής συγκυρίας, όπως η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, η οποία έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε όρους επιφάνειας (+79%) και αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 15% σε όρους όγκου (μ3) από το 2018 και μετά (Γράφημα 2β). Επιπλέον, οι επενδύσεις σε κατασκευές ακολουθούν έντονα ανοδική πορεία από το 2020, έχοντας αξιοσημείωτη συμβολή στην άνοδο του συνόλου των επενδύσεων. Η εξέλιξη των αντίστοιχων δεικτών σε επίπεδο ΕΕ-27 διαφέρει σημαντικά, καθώς οι νέες άδειες οικοδομών (σε όρους επιφάνειας) μειώνονται σε ετήσια βάση από το δεύτερο εξάμηνο του 2022, ενώ οι επενδύσεις σε κατασκευές σταδιακά αποδυναμώνονται, με τον ρυθμό μεταβολής να διαμορφώνεται σε 1,1% το 2022, από 5,3% το 2021 και να διέρχεται σε αρνητικό έδαφος το 2023 (-0,4%).
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2023, Απρίλιος 2024), οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας, δηλαδή η γεωπολιτική αστάθεια και ο υψηλός πληθωρισμός, δεν ανέκοψαν την ανοδική πορεία των τιμών των ακινήτων αλλά και την οικονομική και επενδυτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, καθώς η ζήτηση τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα. Αντίθετα, στην Ευρωζώνη σημειώθηκε πτώση των επενδύσεων σε κατοικίες, ως απόρροια -σε σημαντικό βαθμό- της ανόδου αφενός του κόστους των οικοδομικών υλικών και αφετέρου των επιτοκίων . Βάσει της έκθεσης της ΤτΕ, οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς ακινήτων διατηρούνται θετικές, με προϋπόθεση, ωστόσο, την ισχυρή ζήτηση από το εξωτερικό. Από την άλλη πλευρά, παραμένουν οι αβεβαιότητες εξαιτίας των γεωπολιτικών εξελίξεων, που με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε εκ νέου αυξήσεις στις τιμές των οικοδομικών υλικών και του ενεργειακού κόστους.