Διακοπές και αγορές ακριβών ρολογιών φαίνεται ότι συνδυάζουν αρκετοί ξένοι επισκέπτες στην χώρα μας, τονώνοντας την αγοραστική κίνηση στα μεγάλα κοσμηματοπωλεία κυρίως του κέντρου της Αθήνας. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, το ενδιαφέρον των τουριστών για ακριβά ρολόγια εμφανίζεται ενισχυμένο φέτος σε σχέση με πέρσι, με ανεξάρτητες εκτιμήσεις να τοποθετούν την θετική μεταβολή σε έως +10% το φετινό πεντάμηνο συγκριτικά με πέρσι. Έρχεται δε σε αντιδιαστολή με την εικόνα που επικρατεί διεθνώς αλλά και τις τάσεις στην αγορά του κοσμήματος, η οποία πλήττεται από την χαμηλή ζήτηση, τόσο από Έλληνες όσο και από τουρίστες.
Οι επισκέπτες από χώρες εκτός ΕΕ, οι οποίοι μπορούν να κάνουν τις αγορές τους επωφελούμενοι από το καθεστώς των αφορολογήτων ειδών (tax free), φαίνεται ότι κινούν στοχευμένα την αγορά των πολυτελών ρολογιών, στην παρούσα συγκυρία, ενώ ακολουθούν και αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι αγαπούν τα συγκεκριμένα είδη και παρακολουθούν την διακύμανση των τιμών τους διεθνώς. Όπως αναφέρει στο BD ο κ. Ν. Πατσέας, ιδιοκτήτης των ομώνυμων κοσμηματοπωλείων, οι τιμές αρκετών δημοφιλών brands της ωρολογοποιίας έχουν εξομαλυνθεί τους τελευταίους μήνες, επιστρέφοντας σε πιο φυσιολογικά επίπεδα -στοιχείο που για τους γνώστες της αγοράς λειτουργεί ως κίνητρο να επενδύσουν τώρα σε ένα αξεσουάρ που θα χαρούν για μία ζωή αλλά και θα μπορούν να ρευστοποιήσουν ενδεχομένως με κέρδος στο μέλλον. Κάπως έτσι εξηγείται η σημαντική αύξηση των πωλήσεων τους σε σχέση με πέρσι, σε μία αγορά που κατά τα άλλα δοκιμάζει τις αντοχές των εμπόρων.
Ενδεικτικά, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Αργυροχρυσοχόων Κοσμηματοπωλών & Ωρολογοπωλών, κ. Πέτρος Καλπακίδης, σημειώνει στο BD ότι η αγοραστική κίνηση είναι πολύ μειωμένη το δίμηνο Απριλίου - Μαΐου, ακόμη και σε μεγάλα τουριστικά νησιά, όπως η Ρόδος και η Κρήτη, προβληματίζοντας τους επιχειρηματίες της αγοράς του κοσμήματος, δεδομένου ότι και η εγχώρια ζήτηση είναι αρκετά ψαλιδισμένη. Το ίδιο επισημαίνει από την πλευρά του και ο κ. Α. Βουράκης, ιδιοκτήτης των ομώνυμων κοσμηματοπωλείων, υπογραμμίζοντας ότι η πλειονότητα των ξένων επισκεπτών δεν ενδιαφέρονται να αγοράσουν κοσμήματα, διαθέτοντας συγκεκριμένο budget για τις διακοπές τους.
Σημειώνεται ότι η φρενίτιδα αγορών πολυτελών ρολογιών που είχε καταγραφεί διεθνώς την περίοδο της πανδημίας -την διετία 2020/22- είχε οδηγήσει και σε αύξηση των τιμών αρκετών εξ αυτών, με αποτέλεσμα η αγορά να ισορροπήσει μέσα στο 2023. Τόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία, όσο όμως και η σύρραξη στην Μέση Ανατολή, είχαν σαν αποτέλεσμα την εκτόξευση των τιμών των μετάλλων τη χρονιά που πέρασε, χωρίς ενδείξεις υποχώρησης μέχρι και σήμερα, όπως καταδεικνύει και η τιμή του χρυσού που αγγίζει τα 70.000 δολάρια το κιλό. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί μεγάλοι οίκοι ωρολογοποιίας έκαναν περιορισμένες μειώσεις τιμών στα είδη τους, προκειμένου να τον τονώσουν εκ νέου την ζήτηση, με μάλλον μέτρια αποτελέσματα εντούτοις, μέχρι στιγμής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι διεθνώς η αγορά πολυτελών ρολογιών πλήττεται από χαμηλή ζήτηση, με λίγες εξαιρέσεις, ακολουθώντας εν πολλοίς την πτωτική πορεία του κλάδου πολυτελών αγαθών. Ακόμη και στη δευτερογενή αγορά, οι τιμές των ρολογιών έχουν υποχωρήσει κατά 40%, σε σχέση με το 2022, σύμφωνα στοιχεία της WatchCharts Market Index, με τη μέση τιμή ενός μεταχειρισμένου ρολογιού μίας εκ των 10 κορυφαίων εταιρειών να κατρακυλά σε 29.000 δολάρια, από 48.000 πριν δύο χρόνια. Τις προκλήσεις της διεθνούς αγοράς αντανακλούν επίσης τα στοιχεία των εξαγωγών της ελβετικής ωρολογοποιίας, τα οποία δείχνουν μείωση της αξίας τους κατά 16,1% το δωδεκάμηνο που ολοκληρώθηκε στις 31 Μαρτίου 2024, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος. Μόνο τον Μάρτιο, ο όγκος των ελβετικών εξαγωγών ρολογιών ήταν μειωμένος κατά 25,4% σε σχέση με πέρσι, ποσοστό που συνεπάγεται ότι πουλήθηκαν 400.000 λιγότερα ρολόγια τον φετινό μήνα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista, η αξία της διεθνούς αγοράς πολυτελών ρολογιών αναμένεται να αγγίξει τα 49,8 δισ. δολάρια φέτος, ενισχυμένη ελαφρώς σε σχέση με το 2023, οπότε ανήλθε σε 48,3 δισ δολάρια. Η Statista εκτιμά ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της συγκεκριμένης αγοράς διαμορφώνεται σε 2,25% ετησίως μέχρι το 2028, με την Κίνα να αναδεικνύεται στην σημαντικότερη χώρα σε ό,τι αφορά τον τζίρο, συνεισφέροντας περί τα 11 δισ. δολάρια φέτος. Η διετία 2020-22 κατέγραψε την σημαντικότερη θετική μεταβολή για την συγκεκριμένη αγορά, τροφοδοτούμενη από την πανδημία και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος διεθνώς, με αποτέλεσμα η αξία της να εκτοξευθεί σε 43,7 δισ ευρώ το 2022 από 35 δισ το 2020. Έκτοτε ωστόσο, οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν περιοριστεί, με τη Statista να εκτιμά ότι η συνολική αξία της αγοράς πολυτελών ρολογιών θα φθάσει τα 54,4 δισ. δολάρια το 2028.
Η κάμψη της αγοράς διεθνώς διαφαίνεται και από τα στοιχεία των δημοπρασιών, με τον τζίρο να μειώνεται το 2023 κατά 13% συγκριτικά με το 2022, αγγίζοντας τα 696 εκατ. δολάρια και τη μέση τιμή των δημοπρατούμενων ρολογιών να μειώνεται κατά 3%. Ενδεικτικό του κλίματος που επικράτησε την χρονιά που πέρασε ήταν τέλος και το γεγονός ότι μειώθηκε κατά 41% ο αριθμός των ρολογιών που δημοπρατήθηκαν σε τιμή ανώτερη του 1 εκατ. ελβετικών φράγκων, ανερχόμενος σε μόλις 58 από 98 το 2022.